United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όμως σαν ήρθε η δέκατη συγνεφιασμένη νύχτα, τότες πια εγώ του γιατακιού τη στεριωμένη πόρτα 475 τη σπάω και βγαίνω, κι' έφκολα τη μάντρα της αβλής μας πηδάω χωρίς οι φύλακες να νιώσουν μήτε οι σκλάβες. Και πήρα δρόμο έτσι μακριά περνώντας της Ελλάδας τα φαρδοκάμπια, κι' έφτασα στην προβατογεννήτρα, στη Φτιά τη χονδροχώματη, στου βασιλιά Πηλέα.

Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, 465 δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη, και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου, και του Αίαντα, οπούτην μορφή θα ενίκα και εις το σώμα τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. 470 ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη, και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου; 'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, 475 άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος

Τότε άσπαστο έβαλε χαλκό πας στη φωτιά κι' ασήμι, καλάι κι' ένα πολύτιμο χρυσάφι, απέ στυλώνει 475 το γιγαντένιο αμόνι του στο κούτσουρο, και παίρνει γερό σφυρί με το δεξύ, μασιά με τ' άλλο χέρι.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, 465την πόλι τριγυρίζοντας• και μ' έβιαζε η ψυχή μου, άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι. ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου. και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου• 470 άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει, κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι, 'πώμπαινετον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε, και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο• και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» 475

Μοναχά μ' αυτό στο στόμα 475 Διο ημερόνυχτα ακόμα Μες το ίδιο ξεροτόπι Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι. Η φοράδα, που αποβλέπει, Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει, 480 Για καλό του να πεδέψη, Και με τρόπο να ορμηνέψη, Εστοχάστηκε αρκετό του, Για τ' ανέγνωμο μυαλό του, Όσο τότες είχε πάθη, 485 Απατό του για να μάθη·

Καιτης αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν· αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, 475 και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων, και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν.

Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία· «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει; εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης 475 ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη

Κι' ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι, 475 τότες στου ξύλου πλάγιασαν κοντά το παλαμάρι. Κι' έφεξε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμένη Αβγούλα, και τότες πια τα πρύμισαν πίσω να παν στον κάμπο.

Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι• κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες, ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480 ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκεεκείν' ο Οδυσσέας, κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια• ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρειςώρα χειμώνος, και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485 ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρούτην μέση επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος. και όπως δαυλόν κρύβει τινάςτην μαύρη στάκτη, 'ς άκρη εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490 όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη ύπνοτα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.

Αφτόν τον βρήκε μέσα εκεί, μα λείπανε οι συντρόφοι, και μόνοι αφτοί είχανε δουλιά κοντά του, ο Αφτομέδος κι' ο κλώνος τ' Άρη ο Άλκιμος· τι είχε τελιώσει μόλις 475 το δείπνο, μάλιστα έστεκε και το τραπέζι ακόμα.