United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ανεκινούντο και αντεπάτουν κ' εβεργολυγίζοντο· επήγαινον εμπρός, επισωπάτουν ωρθούντο επί των ονύχων, εγονάτιζον· μία έρριπτεν όλον τον όγκον του σώματός του ο ένας επί του άλλου, ίνα τον λυγίση· μία αίφνης τον εσήκωνε ίνα τον ελαφρώση και τον εύρη ούτως απρόσεκτον αλλά ματαίως. Και οι δύο όπως ήσαν ίσοι κατά την ανδρείαν και την ρώμην τόσον ίσοι ήσαν και εις τα πολεμικά τερτίπια.

Αλλ' ο μη ευεργετών τον πλησίον του, επρόσθεσεν ο αγαθός γέρων, ουχί μόνον την γλυκυτάτην ηδονήν της ευεργεσίας στερείται, αλλά πολλάκις βλάπτει και τον ίδιον εαυτόν του, καθώς μας διδάσκει ο μύθος του Αισώπου περί του σκληροκαρδίου ίππου, όστις, μη θελήσας να λάβη εγκαίρως μέρος του φορτίου του συνοδοιπόρου του όνου, όπως ελαφρώση αυτόν, επροκάλεσε τον θάνατον του όνου, και τότε ηναγκάσθη παρά του κυρίου των να λάβη, ουχί μόνον ολόκληρον το βαρύ φορτίον, του όνου, αλλά και το δέρμα αυτού.

Τρομάρα σου! βρωμόσκυλο, κοπρόσκυλο, ψωριασμένο. Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσεν, εχαιρέτησε τους βοσκούς, όσοι ανεψύχοντο εκεί με τα ποίμνιά των, έπιε δροσερόν νερόν, αφήκε βαθύν στεναγμόν και εστράφη προς μακρόν ανώγειον οικοδόμημα, προ της θύρας του οποίου είχε περάσει προ πέντε λεπτών. Ο αγωγιάτης του επήρε το ζώον και το έδεσε διά να βόσκη, χωρίς να το ελαφρώση από το φόρτωμα.

Πλην τώρα έχω να σου ‘πώ χαροποιά, παιδί μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλοδεχάμενη η χαρά εις τέτοιαις μαύραις ώραις! ποια είναι τα χαροποιά; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ένα πατέρα έχεις, που έχει, Ιουλιέτα μου, την έννοιαν σου, και θέλει την πλακωμένην σου καρδιάν να σου την ελαφρώση, και τώρα σου ετοίμασε χαρμόσυνην ημέραν, που δεν την επερίμενες, και ούτ’ εγώ ακόμη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κι’ αν έχω 'ρώτημα καλόν, τι 'μέρα είναι τούτη;

Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα· μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε τρόπον διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά λόγου μου να είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει εις την θλίψιν μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε τάζοντάς μου ότι θα μου φέρη κάποιαν απόκρισιν.

Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι• κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες, ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480 ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκεεκείν' ο Οδυσσέας, κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια• ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρειςώρα χειμώνος, και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485 ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρούτην μέση επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος. και όπως δαυλόν κρύβει τινάςτην μαύρη στάκτη, 'ς άκρη εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490 όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη ύπνοτα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.

Εγραφε διότι, όταν κατέχηταί τις υπό μιας μόνης σκέψεως και δεν δύναται να την εκδιώξη, αισθάνεται την ανάγκην να ελαφρώση την ψυχήν του διατυπών όπως δήποτε διά λέξεων το άλγος του.