United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνην αποκρίθη• «Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω• οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180 απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσατα κοίλα πλοία. της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας, να 'λθουνεμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω• ότι να υπάγω εντρέπομαιτους άνδραις μέσα μόνη».

Είχε ξεχάσει της ξυλειές, ως και την φοβέραν. Την επαύριον ανεύρε τα κλοπιμαία η Μαλαμμώ. Ότ' είχε βασιλέψ' ο ήλιος. Κατεβαίναμε τo στενό καλδερίμι, τον κατήφορο. Την στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέση μια παροιμία απ' το στόμα της. — Τρεις όπ' σ' έχω, άντρα, και τρεις όπ' μ' έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά...

ΕΔΜ. Εις την δολοφονίαν σου κ' εγώ να συμφωνήσω. Του έλεγα, ότ' οι θεοί ρίχνουν φωτιάν και καίουν τους πατροκτόνους· έλεγα πόσοι δεσμοί ενώνουν με τον πατέρα το παιδί. Κ' εκείνος, όταν είδε ότι εγώ θ' αντισταθώ εις τους φρικτούς σκοπούς του, ορμά και χύνεται γοργός με το γυμνόν σπαθί του, και πριν εγώ προφυλαχθώ μ' επλήγωσετο χέρι.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα, τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις, ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθήτην Τροία, και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. 315 θεριό δεν του 'φευγε ποτέ καιτα πυκνά του λόγγου βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης. τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθητα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις. ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, 320 οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν. το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας».

ΒΑΓΚΟΣ Και το πετροχελίδονον — ο πτερωτός μας ξένος που έρχεται την άνοιξιν καιτους ναούς φωληάζει. — αυτό ακόμη μαρτυρεί με τα κτισίματά του ότ' η πνοή των ουρανών γλυκά εδώ μυρίζει. Δεν έχει σκέπης εξοχήν, δεν έχει κορωνίδα, δεν έχει τοίχου στύλωμα, γωνιάν δεν έχει, όπου να μη κρεμνιέτ' η κούνια του και κλίνη των παιδιών του.

Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες• «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε, και τούτα χαίρου τα καλά• και ο θεός δίδει το 'να, αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα».

Και ποιος τω όντι δεν θα 'πή, — τους δύο κοιμισμένους αφού τους πασαλείψωμεν με αίμα, και συγχρόνως αν κάμωμεν των μαχαιριών των ιδικών των χρήσιν, — ποιος δεν θα 'πή ότ' είν' αυτοί οι ένοχοι και μόνοι; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ποιος θα τολμήσει να ειπή ή να πιστεύση άλλο, όταν ιδούν τους θρήνους μας διά τον θάνατόν του;

Δία πατέρ', αν μεταξύ εγώτους αθανάτους Με λόγον σε ωφέλησα ποτέ μου, ή με έργον, Τέλειωσ' αυτόν τον πόθον μου, τίμησε τον υιόν μου· Οπού 'ν' λιγοζωότατος από τους άλλους όλους, Κι' ατίμασεν ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων τώρα· Ότ' άρπαξε το δώρον του, το πήρε και το έχει.

«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα τούτοι 'που 'λθαντο σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι; άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω• 140 ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον άλλου να ομοιάζη, όσον αυτόςθαυμάζ' όσο τον βλέπω — ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα Τηλέμαχος, όπ' άφησετο σπίτι ακόμη βρέφος, ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας 145 τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητετην Τροία».

Και σμιγμένο με το καθάριο, με το γάργαρο του λαμπρού ουρανού τ' ώμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάδας, τα δυο μαζί, παρουσιάζαν ένα είδος φανταστικό φως, μιαν απερίγραφτη λάμψη, πώλεγες ότ' είνε το φως τ' αθάνατο κ' η λάμψη η ιερή που περιχύνει η δόξα τα ηρωικά τούτα και τιμημένα βουνά.