Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα 125 με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω 'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι 140 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 150 όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».
Αν κι' άνοιξαν πολλούς τέτοιους λάκκους και στα βουνά και στους κάμπους, δε μπόρεσαν να πιάσουν τη λύκισσα, επειδή αυτή καταλαβαίνει την ψεύτικη γις· μόνο πολλά τραγιά και πρόβατα αφάνισαν οι λάκκοι και παραλίγο και τον ίδιο το Δάφνη από τούτη την αιτία.
Ελπίζω να μάθη, να διαβάση, και να μιλή μόνο για όσα διάβασε. Εκείνος θα μας διαβάζη κατόπι και θα μας κρίνη. Ίσως όχι εκείνος ακόμη. Μου φάνηκε σα λιγάκι δασκαλεμένος. Μα θα καταλάβη κατόπι, και θα μας διαβάζουν τα παιδιά του. Θέλουμε καιρό να ξεσκουριάση το έθνος. Μας αφάνισαν οι δασκάλοι. Θαφανιστούν όμως κι αφτοί καμιά μέρα. Καμιά μέρα τα εγγόνια μας θα γελούν που ακούαμε τους δασκάλους.
Πλην τώρα είμαι γέρος, κι' αυτά εδώ τα βάσανα μ' αφάνισαν... Ποιος είσαι; Τα 'μάτια μου εχάλασαν. — Τώρα σου λέγω — τώρα... ΚΕΝΤ Αν ημπορή να καυχηθή η Τύχη διά δύο 'π' αγάπησε κ' εμίσησεν εις άκρον, να ο ένας! ΛΗΡ Είναι τα 'μάτια μου θολά. Ο Κεντ εσύ δεν είσαι; ΚΕΝΤ Ο Κεντ, αυθέντα μου, ο Κεντ, ο δούλος ο πιστός σου. Κι' ο δούλος σου ο Κάιος πού είναι; ΛΗΡ Ω! Εκείνος, ήτο καλός!
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη• «Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω• οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180 απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία. της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας, να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω• ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν