Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Τότε, ως απαντώσα εις παλαιάς του Γιωργάκη ερωτήσεις, χθεσινάς και προχθεσινάς, έλεγε, μ' ένα πένθιμον όμως πάντοτε μειδίαμα, μειδίαμα φεύγοντος, αποχαιρετισμόν, θαρρείς, θλιβερόν προς την ζωήν και τον κόσμον: Γαϊτάνι πλέκω και δεν αδειάζω. Σαν τ' αποπλέξω, σε κουβεντιάζω.

Εκ της σκέψεως ταύτης απέβαλε πάσαν υπόνοιαν, και επίστευσε του λοιπού εις την αθωότητα του Τρέκλα. — Άκουσε, τω είπεν είσαι κηπουρός; — Ναι. — Και υπηρετείς το μοναστήρι; — Ναι. — Με μισθόν; — Ε!... ας πω πως μου δίνουν και μισθόν, είπε σαρκαστικώς ο Τρέκλας. — Λοιπόν δεν είσαι ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος; ναι. Πλέκω όλην την ημέραν κοφίνια και ο Χόμο μου κάμνει συντροφιά.

Τόσον καιρό καρφωμένος εδώτο στρώμα εξόδευσα τα ολίγα, όσα είχα οικονομήσει. Η Φωτεινή δεν έλεγε τίποτε, αλλ' ένα βράδυ, όταν είδε τον παππού της ολίγον καλλίτερα, έφερε μίαν αγκαλιά καλάμια και λεπτά κλαδιά από λυγαριές. — Σε παρακαλώ, παππού, του είπε, μάθε με να πλέκω καλάθια· ενθυμούμαι, ότι άλλοτε μας έφερνες εις το σπίτι ωραία πλεγμένα καλάθια.

Συνέπεσε μάλιστα να είνε πολύ ακριβά, ύστερον από τας βροχάς εις την αγοράν τα σταφύλια, ενώ τα ιδικά της, καθώς είχον ωριμάσει προφυλαγμένα κάτω από την κληματαριάν, ήσαν εξαίσια! — Γρήγορα, παππού, θα σου φέρω και ζεστό επανωφόρι, έλεγεν ευτυχής η Φωτεινή, και ό,τι άλλο χρειάζεσαι διά τον χειμώνα! Κάθε βράδυ θα πλέκω καλάθια και το πρωί θα πηγαίνω εις την αγοράν φορτωμένη.

Καθόλου τα καλά σας δεν ζηλεύω, και ούτε νύφαις πλούσιαις γυρεύω. Εγώ μια μόνο έχω συλλογή, πότε θε να φωνάξωΑλλ . . . αγή! Ελλάς πατρίς μου, δεν σ' αγαπώ, για σε δεν καίω κι' εγώ λιβάνι, πάντα για σένα κακά θα 'πω, κι' ούτε σου πλέκω ποτέ στεφάνι. Όμως συγχώρει τον μισητόν, πατρίς γλυκεία και τροφοδότις, κι' εις τόσο πλήθος πατριωτών ας ήναι κι' ένας μη πατριώτης.

Εις το κατάστημα των τυφλών έμαθον να πλέκω καλάθια, και ήδη διά της εργασίας απολαμβάνω τα αναγκαία μου. Η προσφορά μου είναι η εκ του λύχνου οικονομία μου. Παρακαλώ λοιπόν, δέχθητι αυτήν. Γνωρίζω τι εστι πτώχεια.

Πιάνεται η αναπνοιά μου, χτυπάει η καρδιά μου, λυόνει η ψυχή μου κι όμως θέλω να ξαναφιλήσω. Ω νίκη κακή! Ω αρρώστια παράξενη, που μήτε τ' όνομά της δεν ξέρω να ειπώ. Άρα γε μαγιοβότανο είχε φάει η Χλόη, προτού να με φιλήση; μα πώς δεν πέθανε; Πώς λαλούνε τ' αηδόνια και το σουραύλι μου σωπαίνει! πώς χοροπηδούν τα γίδια κ' εγώ κάθουμαι! πώς λουλουδίζουν τ' άνθη κ' εγώ στεφάνια δεν πλέκω!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν