United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το μεν πλοίον εξηκολούθησε τον πλουν του, εκείνον δε, ως λέγεται, δελφίν τις τον έλαβεν επί της ράχεώς του και τον έφερεν εις το Ταίναρον. Πατήσας εις την ξηράν, επορεύθη εις την Κόρινθον με τα ίδια ενδύματα, και φθάσας εκεί διηγήθη όσα τω συνέβησαν. Αλλ' ο Περίανδρος δεν επίστευσε τίποτε, έθεσε τον Αρίωνα εις την φυλακήν, διέταξε να τον φυλάττωσι στενώς και περιέμενε την έλευσιν των ναυτών.

Ο δε Αλέξανδρος ετέρπετο ν' ακούη ταύτα, επί τέλους δε επίστευσε και ο ίδιος και υπερηφανεύετο επί τη ιδέα ότι δεν ήτο μόνον υιός θεού, αλλά και θεούς άλλους ηδύνατο να δημιουργή.

Ο σεβάσμιος πρεσβύτης εθυμίασε τας εικόνας πρώτον, είτα τον δεξιόν ψάλτην, είτα τον αριστερόν, ακολούθως τους τρεις μοναχούς ή δοκίμους και τελευταίον τον Αγάλλον. Ο Αγάλλος υπέκλινε προς το θυμίαμα, είδε τους αλλοκότους ισχνούς και διαυγείς χαρακτήρας του σεβασμίου πρεσβύτου, κ' επίστευσε πλέον ότι επήγε ζωντανός εις τον Παράδεισον. Άλλως δεν ηδύνατο να εξηγήση το δράμα.

Εκ της σκέψεως ταύτης απέβαλε πάσαν υπόνοιαν, και επίστευσε του λοιπού εις την αθωότητα του Τρέκλα. — Άκουσε, τω είπεν είσαι κηπουρός; — Ναι. — Και υπηρετείς το μοναστήρι; — Ναι. — Με μισθόν; — Ε!... ας πω πως μου δίνουν και μισθόν, είπε σαρκαστικώς ο Τρέκλας. — Λοιπόν δεν είσαι ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος; ναι. Πλέκω όλην την ημέραν κοφίνια και ο Χόμο μου κάμνει συντροφιά.

Όταν δε τω ανήγγειλον τούτο δεν επίστευσε και μετέβη ο ίδιος διά να ίδη τον πώλον. Παραγγείλας δε εις τους υπηρέτας του να μη φανερώσωσιν εις κανένα το γεγονός, εσκέπτετο πολλά καθ' εαυτόν.

Ο αγαθός ιερεύς επίστευσε μικρού δειν ότι συνέβη υπερφυσικόν τι, και αόρατα πνεύματα ενησμενίσθησαν να κρούσωσι τον κώδωνα του ναού όπως πειράξωσι τον ευλαβή ιερέα. Κατ' αρχάς εσκέφθη να επιστρέψη εις την εισέτι θερμήν κλίνην του, όπως συνεχίση την τόσον ευάρεστον εκείνην ανάπαυσιν, εξ ης αποτόμως είχεν αποσπασθή. Αλλά την ιδέαν ταύτην έκρινεν απορριπτέαν.

Ο Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το επίστευσε, και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να σταθούμεν εις το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να ξημερώση να μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η απόφασις ήτον η πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς και αν εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν.

Εγώ μ' όλον που υπώπτευα ότι η Καλεκάρη θα είχε λάβει κάποιαν κλίσιν εις εμένα, να λάβω όμως την γραφήν ποτέ δεν ήλπιζα· χαιρόμενος το λοιπόν διά την καλήν μου τύχην, επήγα εις τον Οντάμπαση, και του εζήτησα θέλημα διά να πηγαίνω να ανταμώσω εκείνην την νύκτα ένα Δερβύση συντοπίτην μου, που είχεν έλθει από την Μέκκαν. Ο Οντάμπασης με επίστευσε και με άφησε.

Όταν είδε τον πέλεκυν επίστευσε ότι επήγαινον να αποκεφαλίσουν τον Ιωάννην και με έν κτύπημα εσταμάτησε τον ραβδούχον επί της πλακός, παρέθεσε μεταξύ εκείνης και του λιθοστρώτου μικράν αρπάγην και έπειτα τεντώσας τους μακρούς, και ισχνούς του βραχίονας, ανεσήκωσε την πλάκα ευκολώτατα. Όλοι τότε εθαύμασαν την ρώμην του γέροντος εκείνου.

Ο Μουζαφέρ αφού και τον αφηκράσθη, τον επίστευσε και του είπε· μη θλίβεσαι, ότι οι ευτυχίες είνε συντροφιασμένες με τες δυστυχίες· εσύ ημπορείς να εύρης εδώ τον τρόπον διά να χαροποιηθής· σήκου και ακολούθει μοι έως το σπήτι μου. Ο Κουλούφ με προθυμίαν τον ακολούθησεν, ο οποίος ερχόμενος εις το σπήτι του Μουζαφέρ εκατάλαβεν ότι ήτον ένας υπέρπλουτος πραγματευτής.