United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την μεν περιουσίαν κατηνάλωσεν αφειδώς διανείμας αυτήν προς πάντας όσοι εκμεταλλευόμενοι την πατρικήν στοργήν επηγγέλλοντο αυτώ την ανάκτησιν του τέκνου, αυτός δε καταβληθείς υπό της λύπης ώρυξε τάφον εν τω υπογείω της οικίας, απέβαλε τον οπλισμόν, εζώσθη σχοινίον και εν νηστείαις και στερήσεσι διανυκτερεύων επεκαλείτο την Θεομήτορα υπέρ της επανόδου της Βασιλικής.

Παρήλθε πολλή ώρα χωρίς να το εννοήση ότε ο σύζυγος ηγέρθη, απέβαλε κοιτωνίτην και σκούφον, έπλυνεν επιμελώς, επί πολύ, το στόμα μ' ένα ρευστόν, του οποίου η ευωδία έφθασε μέχρις αυτής και της εγαργάλισε τους ρώθωνας, — τόσον ήτο δυνατή, — εφόρεσε τον επενδύτην και τον πίλον του κ' εκινήθη προς αναχώρησιν.

Χωρίς ουδέ λέξιν να είπη απέβαλε τα συρτά της κουντούρια και σφίγγουσα διά της μιας χειρός το σκουπόξυλον και διά της άλλης την καρδίαν της, διά να κατασιγάση τους παλμούς αυτής, επροχώρησεν επί των άκρων των γυμνών της ποδών, αθόρυβος και φοβερά ως φάντασμα, προς την κλίνην. Ήδη ευρίσκετο προ αυτής, και ο λόφος έμενεν ασάλευτος.

Αλλά προφανώς, αφού υπερέβη πάντα όρον αστοργίας, επιχειρήσας να την φονεύση, απέβαλε διά τούτο τα δικαιώματα της πατρότητος. Και αφού ούτως είχε το πράγμα, η νεαρά αύτη κόρη είχεν ανάγκην πατρός. Εκ της σκέψεως ταύτης ησθάνθη αγαλλίασιν ο Βράγγης. Έλαβε την μικράν εις τας αγκάλας του, υπερεπήδησε τους βράχους πατών με ασφαλές και έμπεδον βήμα, και ελθών απέθεσε την κόρην επί της κλίνης του.

Αλλ' ο Ιπποκράτης απέβαλε και τα δώρα και τους θησαυρούς του βασιλέως της Περσίας, και ευχαρίστως εθυσίασε το ατομικόν του συμφέρον, προτιμήσας να τρέξη εις τας Αθήνας προς βοήθειαν των ομοεθνών του, καταμαστιζομένων περί τας αρχάς του Πελοποννησιακού πολέμου υπό θανατηφόρου λοιμού.

Αφήρεσε την ξανθήν της και πλουσίαν κόμην και έμεινε το κρανίον της γυμνόν ως κολοκύνθη· απέβαλε την οδοντοστοιχίαν της και αι σιαγόνες της συνεκολλήθησαν ως σαύρας· εξεβίδωσε την ξυλίνην της κνήμην και έμεινε φρικτόν ερείπιον ανθρώπου, το οποίον ηδύνατο να τρέψη εις φυγήν και κροκόδειλον. Την επιούσαν ο σύζυγος υπέβαλεν αίτησιν διαζυγίου.

Εκ της σκέψεως ταύτης απέβαλε πάσαν υπόνοιαν, και επίστευσε του λοιπού εις την αθωότητα του Τρέκλα. — Άκουσε, τω είπεν είσαι κηπουρός; — Ναι. — Και υπηρετείς το μοναστήρι; — Ναι. — Με μισθόν; — Ε!... ας πω πως μου δίνουν και μισθόν, είπε σαρκαστικώς ο Τρέκλας. — Λοιπόν δεν είσαι ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος; ναι. Πλέκω όλην την ημέραν κοφίνια και ο Χόμο μου κάμνει συντροφιά.

ΖΕΥΣ. Ίσως και τούτο, αλλ' εγώ ενθυμούμαι ότι τότε κατελήφθην υπό φοβεράς αηδίας, ένεκα της δυσοσμίας την οποίαν έφερε μέχρις εμού ο καπνός των ψηνομένων ανθρωπίνων σαρκών και αν δεν έφευγα αμέσως διά την Αραβίαν, φοβούμαι ότι θα μ' έπνιγεν ο βρωμερός εκείνος καπνός• και όταν ευρέθηκα μέσα εις τόσην ευωδίαν και τόσα αρώματα και αφθόνους αναθυμιάσεις λιβανωτού, μετά δυσκολίας η όσφρησίς μου απέβαλε το δυσάρεστον εκείνο αίσθημα.

Είτα έλεγεν : «Ας πιω κ' ένα ρώμι». Έπινε και δύο ρώμια και είτα μετέβαινεν εις το σχολείον, όπου έμενε πάντοτε «με τα μανίκια». Εις τας εξετάσεις περί τα τέλη Ιουλίου ή περί τας αρχάς Αύγουστου, επαρουσιάζετο ενώπιον της αξιοτίμου Επιτροπής «με τα μανίκια». Κατά τας περυσινάς εξετάσεις, ο δήμαρχος μόλις τον είχε πείσει, μετά πολλάς νουθεσίας και επιπλήξεις, να φορέση το σακάκι του· το εφόρεσεν, αλλ' αφού πρώτον απέβαλε το γελέκον.