Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Όταν τη νύχτα έφευγα από σένα, άμα έβγαινα απ' την πόρτα σου εστέκετο αντικρύ μου. Με πόση μέθη τον έβλεπα συχνά! συχνά με σηκωμένα χέρια το πήρα για σημάδι ιερό για την ευδαιμονία που τότε είχα! και ακόμη . . . Καρολίνα! τι δεν μου θυμίζει άπληστα μύρια ασήμαντα πράγματα που συ έπιασες, αγία μου! «Αγαπητό σκιαγράφημα! Σου το αφίνω κληρονομιά, Καρολίνα σε παρακαλώ να το τιμήσης.
ΖΕΥΣ. Ίσως και τούτο, αλλ' εγώ ενθυμούμαι ότι τότε κατελήφθην υπό φοβεράς αηδίας, ένεκα της δυσοσμίας την οποίαν έφερε μέχρις εμού ο καπνός των ψηνομένων ανθρωπίνων σαρκών και αν δεν έφευγα αμέσως διά την Αραβίαν, φοβούμαι ότι θα μ' έπνιγεν ο βρωμερός εκείνος καπνός• και όταν ευρέθηκα μέσα εις τόσην ευωδίαν και τόσα αρώματα και αφθόνους αναθυμιάσεις λιβανωτού, μετά δυσκολίας η όσφρησίς μου απέβαλε το δυσάρεστον εκείνο αίσθημα.
Τελευταία αυτή η θλιβερή ιδέα του έμπαινε περισσότερο στο μυαλό του, και η απόφαση του έγεινε σταθερή και αμετάκλητη, καθώς μας δείχνει αυτή η διφορούμενη επιστολή που έγραψε στο φίλο του. 20 Δεκεμβρίου. «Ευχαριστώ τη φιλία σου, Γουλιέλμε, που πήρες έτσι τα λόγια μου. Ναι, έχεις δίκηο· για μένα θα ήτανε καλύτερα να έφευγα. Η πρότασή σου να επιστρέψω σε σας δεν μ' αρέσει καθόλου.
Ευρίσκομαι λοιπόν εις την ανάγκην να φεύγω όπως θα έφευγα από τας Σειρήνας, κρατών κλεισμένα τ' αυτιά μου, διά να μη μείνω εκεί καθισμένος πλησίον του μέχρις εσχάτου γήρατος. Αυτός δε είνε και ο μόνος άνθρωπος ενώπιον του οποίου παθαίνω εκείνο που δεν θα επίστευε κανείς ότι υπάρχει μέσα μου, το να εντραπώ οποιονδήποτε· και όμως αυτόν εγώ τον εντρέπομαι, και μόνον αυτόν.
— «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς;» είπεν ο Ιωάσαφ, ενθυμηθείς τον ψαλμόν. — Ήθελα να έφευγα απ' τον κόσμο, γέροντα μου . . . . Δεν μπορώ να υποφέρω πλεια! — «Εμάκρυνας φυγαδεύουσα και ηυλίσθης εν τη ερήμω», είπε πάλιν ο γέρων μοναχός. — Μεγάλη φουρτούνα μ' ηύρε, γέροντά μου, και μεγάλη λιγοψυχιά μ' εκόλλησε.
Κ’ εγώ όλα εκείνα ακούοντας, την Κορινθίαν γην φεύγω γλιγωρότερα όσο μπορούσα, τ’ άστρα πέρνοντας οδηγούς στο μισεμό μου° μη θέλοντας όσα κακά οι χρησμοί σ’ εμένα επρόβλεπαν να τελεσθούν, έφευγα πάντα. Και προχωρώντας έφθασα στον τόπο εκείνον που λες ότι εσκοτώθηκεν ο άναξ της Θήβας. Και θα σου πω βασίλισσα την πάσα αλήθεια.
Τότε σηκωνόμενος, με την βοήθειαν του καλού γλωσσίτου — τον οποίον εφιλοδώρησα καλά διά την αδελφικήν του φροντίδα — και καθήμενος εις το μικρόν προαύλιον της κατοικίας μου, με πίστιν τελείαν ότι θα απολαύσω πάλιν το φως μου, εσυλλογιζόμουν την επάνοδον κ' έλεγα: Τάχα θα με συγχωρήση η Θωμαή μου; Θα μου συγχωρήση τα λόγια που της είπα όταν έφευγα; Με τι μάτια θα την ιδώ; Τι θα της ειπώ; θα της ειπώ ότι είχα χάσει τα λογικά μου.
Φρίκη με κατέλαβεν άμα εισεχώρησα εις τας στενάς οδούς της, και είδα τα σημεία της εκείθεν διαβάσεως των Τούρκων. Πρώτην τότε φοράν έβλεπα της καταστροφής τ' αποτελέσματα. Έως τότε έφευγα προ αυτής και ησθανόμην όπισθεν μου ενσκήπτουσαν την θύελλαν, αλλά δεν είχα εισέτι ακολουθήσει τα ίχνη της.
— Πώς ήρθες; μου εφώναξε ο άνδρας μου σαν με είδε· πού άφησες το παιδί; — Εσύ, πώς μ' άφησες, εμένα; του λέω. Εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει η βάφτισι. Εγώ τους έγεινα κουνούπι και δεν έφευγα από κοντά τους. Ο άνδρας μου ήτον συλλογισμένος. Μ' έβλεπαν πως μου είχε πάψει ο εμετός, κ' εβαστούσα καλά στα πόδια μου. Ετοιμάζοντο για να φύγουν.
Ύστερ' αναστέναξε. — «Θα φύγης;» μου είπε. — «Θα φύγω την Κυριακή». — «Γιατί βιάζεσαι τόσο;» — «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλι!» της είπα. — «Καληνύχτα». Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν