United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και προετοιμασθείς και καλλωπισθείς πανηγυρικώς και λαβών την λαμπάδα του απήλθεν εις τον ναόν εγκαιρότερον, ίνα επιστατή εν τω παγκαρίω. Ήτο η ώρα 11. Η Ανάστασις θα ετελείτο ακριβώς την δωδεκάτην. — Μη βιάζεσαι, είπεν εις την σύζυγόν του απερχόμενος. Θα έλθω να σε πάρω, όταν πλησιάση η ώρα ν' αναστήσουν.

Η υπηρέτρια που μ' άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά: — Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είνε και πολύ κύριος... Δε βρήκα ούτε τη δύναμι να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο. Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ' το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί-πρωί, μπροστά στα μάτια μου. — Εδώ είμαστε πάλι!

Μη σε μέλη, μην τυραννιέσαι, Καρλή. Είναι πιο φρόνιμο, πιο σωστό να μην το πούμε κανενός. Μη βιάζεσαι, Κάρλο μου. Ξέρω πως δεν είμαι για σένα. Δε γίνεται, το ξέρω. Μην πης όχι, Καρλή. Τι κακόμοιρη εγώ! τι αξίζω, να με πάρης γυναίκα; Ο πατέρας σου δε θα θελήση ποτές και ντρέπουμαι μόνο που το βάζει ο νους μου, πως μπορεί να μάθη τέτοιο πράμα.

Ω! εψιθύρισα, θα μας αξιώση και ημάς ο Θεός να γηράσωμεν ούτω περικυκλωμένοι; Εμειδίασεν εκείνη. — Πολύ βιάζεσαι, είπεν. Ας χαρώμεν την νεότητα και ας μη προμελετώμεν το γήρας. Δεν εχάρημεν την νεότητα, και δεν θα έλθη το γήρας. Δι' εκείνην βεβαίως όχι. Είθε όχι και δι' εμέ! Βάσις της ευτυχίας η άγνοια του μέλλοντος.

Ύστερ' αναστέναξε. — «Θα φύγηςμου είπε. — «Θα φύγω την Κυριακή». — «Γιατί βιάζεσαι τόσο;» — «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλιτης είπα. — «Καληνύχτα». Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο.

Περιέφερε και αύθις το βλέμμα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο εισέτι η Αϊμά. — Πώς βιάζεσαι τόσον, είπεν ο Γύφτος. Δεν θα σε φιλεύσωμεν κάτι; — Ευχαριστώ. — Ύπαγε, μωρή, να φέρης την φιάλην με το κρασί να κεράσωμεν τον μουστερήν, είπεν ο Γύφτος προς την γυναίκα του. Αλλ' ας είνε, κάθισε, πηγαίνω εγώ.

Βιάζεσαι να φύγεις για την πολιτεία, τα χέρια σου τώρα μου στέλνουνε τα φιλήματα του αποχαιρετισμού και χάνεσαι στο υγρό σκοτάδι.,, Στάσου όμως. Αν πνιγείς αυτή τη βραδειά μπορεί να μη σε ξαναβρώ πια στην πολιτεία...

Μα σήκω μ' όλο το στρατό στον πόλεμο να βγούμε, κι' έτοιμος είμαι εγώ, όταν θες, να δώκω κάθε δώρο 140 που στην καλύβα σου ήρθε εχτές και σούταξε ο Δυσσέας. Ειδέ καρτέρα αν προτιμάς, κιας βιάζεσαι για μάχη, κι' οι παραγιοί απ' το πλοίο μου παν τώρα και τα φέρνουν, και δες τα, κι' έπειτα μου λες, σαν που ποθείς αν είναι

Θάρθη τότες αυτός λένε όσοι έρχονται σ' εμάς από την πολιτεία. Τότε θα γίνουν αντρόγυνο· τώρα ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Μάθε μονάχα τούτο, Δρύαντα· βιάζεσαι για παλληκάρι, που είναι καλύτερο από μας. Αφού τόσα είπε, τον εφίλησε και τούβαλε να πιή, επειδή ήταν πια μεσημέρι και τον ξεπροβόδισε ίσαμε παραπέρα, κάνοντάς του κάθε περιποίηση.

Σωστά, γίνεται και τούτο, είπεν η Σιξτίνα. Αλλ' όμως, αφού εγώ σ' ενθυμούμαι από την Ρόδον. — Λοιπόν ειπέτε μοι τούτο, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά. Αφού μ' εγνωρίσατε, διηγηθήτέ μοι· ίσως ενθυμηθώ κεγώ. — Μη βιάζεσαι, απήντησεν η Σιξτίνα. Ειπέ μοι ακόμη, δεν ενθυμείσαι τίποτε πλειότερον, απ' αυτά που μοι είπες; — Τι άλλο; — Προτού να σε πάρουν οι Γύφτοι ψυχοκόρην.