United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι βέβαιοακόμη πιο βέβαιοόχι πως δε μ' αγαπά σαν που την αγαπώ, μα πως μήτε ξέρει, μήτε κατάλαβε την αγάπη μου όλη. Δεν την ακούς πώς μιλεί; Δεν τα ξεχνώ. «Μη σε μέλη» και «Να είσαι ήσυχος» και «Μη βιάζεσαι» και «Μην τυραννιέσαιΜπορώ να μην τυραννιούμαι; Ήσυχη τη θέλεις την αγάπη κι αγάπη τη λες; Ναι! είσαι ήσυχη, είσαι φρόνιμη εσύ.

Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω! Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του. — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε! — Στάσου δα, μη βιάζεσαι.

Του απάντησε ο χοιροβοσκός• «Αφού τούτ' ερωτάς με να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου 390 και πίνε αυτού καθήμενος• απέραντ' είναι τώρα η νύκτα• κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται και να τέρπετ' ακούοντας• ουδέ συ πριν της ώρας να κοιμηθής θα βιάζεσαι• βαρύ και ο πολύς ύπνος. και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, 395 και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη, και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση• μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη ο ένας τ' άλλου• τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις 400 εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη• κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης.

Πρωταγόρας Μου φαίνεσαι, είπε, Σωκράτη, ότι βιάζεσαι να σου αποκριθώ εγώ· θα σου κάμω λοιπόν την χάριν. Σου λέγω λοιπόν σύμφωνα με όσα παρεδέχθημεν, ότι φρονώ ότι είναι αδύνατον να υπάρχουν άνθρωποι αμαθέστατοι μεν, ανδρειότατοι όμως.

Την φοράν ταύτην ηκούσθη βραχνός ο βαρύς και οξύς τριγμός των σιδηρών μοχλών. Αλλ' ουχ' ήττον παραδόξως η πύλη έμεινε κλειστή, ως να μετενόησεν εκείνος όστις έμελλε να την ανοίξη. Συγχρόνως διά τινος πολεμίστρας από του ύψους του ακροδόμου ηκούσθη φωνή. — Ε! συ, πώς βιάζεσαι τόσο, Τσόμπανε; έχε υπομονή να κατεβάσουμε το γεφύρι.

Φέρε δω, ωραίε δάσκαλε, Μα το Θεό στον οποίο πιστεύω, θα πάω τώρα να ελευτερώσω τη φίλη μου. — Όχι, μη βιάζεσαι έτσι, είπε ο Γκορνεβάλης. Ο Θεός βέβαια σου φυλάει πειο σίγουρη εκδίκησι. Σκέψου ότι δεν είναι στο χέρι σου να ζυγώσης στη φωτιά. Γύρω είναι οι αστοί, και φοβούνται το Βασιληά. Σ' αγαπούν και θέλουν την ελευτερία σου, κι' όμως όλοι θα σε χτυπήσουν.

Σε λίγο αντάμωσε έπειτα τον ξακουστό αδερφό του, 515 τον Έχτορα, ότι πήγαινε στον κάμπο να γυρίσει απ' όθες πριν ρωτιότανε με τ' ακριβό του τέρι. Πρώτος ο Πάρης έπιασε διο λόγια να μιλήσει «Πολύ σε βάσταξα, αδερφέ, κιας βιάζεσαι να σύρεις· άργησα, κι' όπως πρόσταξες δεν έφτασα στην ώρα

Τον κύτταξα χωρίς να πω λέξι, όπως βλέπει κανείς όλα τα παράξενα πράμματα στον κόσμο. Η ευγνωμοσύνη ήταν ζωγραφισμένη ανάποδα στο μέτωπό του! Το ημίψηλο του βουλευτή με τη ναυτική πατατούκα, και το ιερατικό βρακί με τα δημαρχικά παπούτσια έκαναν μια παράξενη και αξιοθρήνητη αρμονία απάνω του. Και θυμήθηκα την υπηρέτριά μου: — Μη βιάζεσαι, αφέντη· αυτός που σε περιμένει δεν είνε και τόσο κύριος...