Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Το βεβαιόνω, αφέντη, και τα φυλάω, επειδή είναι σημάδια πως έχει τύχη καλύτερη απ' τη δική μας. Να είναι λοιπόν σκλάβος του Άστυλου δε μου κακοφαίνεται· όμορφος δούλος όμορφου και καλού αφέντη· μα δε μπορώ να υποφέρω να γίνη ξεντρόπιασμα του Γνάθωνα, που βιάζεται να τον πάη στη Μιτυλήνη για να τον έχη σαν γυναίκα.
— Μου το είπες, αφέντη· μα λέει κι' αυτό: «Πατέρες μερίζουσιν οίκους και ύπαρξιν τέκνοις· παρά δε Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Αν και δεν ήτο τόσον σοφός όσον ο Λογιώτατος, ήξευρε ρητά. — Θα σε αποκληρώσω. Παρήλθον ολίγαι ημέραι. Είχεν εμβή η Μεγάλη Σαρακοστή, επανήρχετο η άνοιξις, κι' ο Αγάλλος ητοιμάζετο να πλεύση διά την Προποντίδα και τον Βόσπορον, κ' εκείθεν διά τον Δούναβιν.
— Δε θέλει λύπηση το ξέρω, αφέντη· όπως στρώσει κανείς έτσι θα κοιμηθή· είπε ο δούλος. Μα να βλέπω άλλους χειρότερούς του και να προδεύουνε, δεν το χωνεύω. — Ποιοι προδεύουνε ; ξαφνίστηκε ο Χαγάνος, αγριοκυττάζοντας το δούλο του. — Να οι άλλοι, αφέντη. Ο Πέτρος ο Θεομίσητος, ο Μήτρος ο Γλάμης, ο Βασίλης ο Ζάρακας.
Κ' ελυπόντανε όλοι για τα λουλούδια· μα αυτοί έκλαιαν από το φόβο του αφέντη· θάκλαιγε κι όποιος ξένος ετύχαινε να βρεθή εκεί. Επειδή είχε ρημαχτή όλος ο τόπος κι όλη η άλλη γις ήτανε σαν λάσπη. Κι αν κανένα από τα λουλούδια ξέφυγε το χαλασμό, άνθιζε κ' έλαμπε κ' ήτανε ακόμη όμορφο και χάμω πεσμένο.
Τον κύτταξα χωρίς να πω λέξι, όπως βλέπει κανείς όλα τα παράξενα πράμματα στον κόσμο. Η ευγνωμοσύνη ήταν ζωγραφισμένη ανάποδα στο μέτωπό του! Το ημίψηλο του βουλευτή με τη ναυτική πατατούκα, και το ιερατικό βρακί με τα δημαρχικά παπούτσια έκαναν μια παράξενη και αξιοθρήνητη αρμονία απάνω του. Και θυμήθηκα την υπηρέτριά μου: — Μη βιάζεσαι, αφέντη· αυτός που σε περιμένει δεν είνε και τόσο κύριος...
Ένα προς ένα τα είδε ο Χαγάνος. — Πάρ' το· είπε, γυρίζοντας το κιάλι στο δούλο του. Ο δούλος πήρε το κιάλι, προσκύνησε και γύρισε να φύγη. — Στάσου· τον διάταξε με κίνημα του χεριού. Ξέρεις να μου ειπής τι γίνεται στο χτήμα του Μορφόπουλου; — Ξέρω· αποκρίθηκε ο δούλος, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του. — Λέγε. — Ανασκαφές, αφέντη· κάνει ανασκαφές.
— Βέβαια, αφέντη· αφού το πουλί επέταξε, επόμενον ήτο να ευρέθη το κλουβί άδειο. — Και δεν ήτο κανέν παράθυρον ανοικτόν, δι' ου να εξήλθε; — Δεν ξέρω αν ήτον ανοιχτό ή κλειστό, αφέντη. Αυτό μονάχα ξέρω, ότι αυτή θα εβγήκεν από κάπου. — Και ποίαν ώραν εύρετε το δωμάτιον κενόν; — Το κελλί ευρέθη άδειο σήμερα. — Ποίαν ώραν; — Είνε κάμποσαις ώραις. — Ως πόσαι ώραι; είπεν ο Πλήθων.
Αυτός βλέποντάς τον φόβον μου μού είπεν· Αμπτούλ αφέντη· εγώ κάνω το χρέος μου διά να σε εξετάξω· όμως του λόγου σου ωσάν φρόνιμος που είσαι, κάμε μου ένα δώρον, που να είναι άξιον διά εμένα, και θέλω σε απαραιτήσει. Εγώ βλέποντάς την καλήν του διάθεσιν του έταξα να του δίδω την κάθε ημέραν από εκατόν φλωριά, και κάθε μήνα να του τα μετρώ.
ΑΣΤ. Ω διάολλε — και το κάμουνε προμπαμπιλμέντε — μοναχά να πάτε να δγήτε, κι αν ήν αληθινά, να μ' αβιζάρετε ντελόγκο, για να βγάνουμ' όξου το Λιάπη, και ν' αφίκουμε τζη άλλους μέσα, ως που να μας έρτ' η ριπόστα που παντυχαίνω απ' τη Διοίκησι. ΣΤΡ. Ν' άχουμε το συμπάθιο, αφέντη· εμείς λέμε να πγιάσουνε τ άρματα, και να τζη βαρέσουμε.
— Μπρε! έκαμε ο Χαγάνος, με φανερή συγκίνηση. — Το τι έγινε σήμερα το μεσημέρι εκεί κάτω δε μολογιέται, αφέντη· εξακολούθησε ο δούλος. Το είδα και με πήρανε τα δάκρυα. — Και ξέρεις, αφέντη, πως δεν είμαι από κείνους που δακρύζουν εύκολα. Μα κι' η αφεντιά σου να ήταν εκεί, το ίδιο θάκανε. — Εγώ; ποτέ! είπε ο Χαγάνος σουφρώνοντας τα φρύδια. Μα τι έγινε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν