United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε τα ίδια. Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τώρα 'στήν πήτα 'πάτησες, βρε Μεφιστό, και στέκα για να μην έβγης ψεύτης... την μόνην ανακάλυψιν που θάκανε γυναίκα θα ήτον ο καθρέφτης. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Δεν πρέπει κατά γυναικών τοιαύτα ν' απαγγέλης... θαρρώ πως έχεις άδικον.... ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ας είναι... όπως θέλεις. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Εγώ σοφάς τας θεωρώ...

Το χλευαστικόν «παρανόμι» ανέμνησεν εις τον Μανώλην τον Τερερέν, και όλη η αγανάκτησίς του εστράφη κατά του μάγου, εις τον οποίον απέδιδε την εύρεσιν και την διάδοσιν του χλευασμού, τον οποίον συνήντα τώρα παντού, εις το χωριό και εις τα Λιβάδια ακόμη. Ενώ δε εσκέπτετο πώς να εκδικηθή, ανεμνήσθη τους λόγους της μητρός του, ότι αν απηρνείτο την Πηγήν θάκανε ό,τι επεθύμει ο Τερερές.

Μπρε! έκαμε ο Χαγάνος, με φανερή συγκίνηση. — Το τι έγινε σήμερα το μεσημέρι εκεί κάτω δε μολογιέται, αφέντη· εξακολούθησε ο δούλος. Το είδα και με πήρανε τα δάκρυα. — Και ξέρεις, αφέντη, πως δεν είμαι από κείνους που δακρύζουν εύκολα. Μα κι' η αφεντιά σου να ήταν εκεί, το ίδιο θάκανε. — Εγώ; ποτέ! είπε ο Χαγάνος σουφρώνοντας τα φρύδια. Μα τι έγινε;

Αλλά θύμωσε ο Π. Βασιλικός που ο Ραμάς είπε τη γνώμη του ευσυνείδητα, και ξεσπάθωσε και χτύπησε δεξιά, και χτύπησε ζερβιά, και άφρισε, έβγαλε φλόγες από το στόμα του, πυροβόλησε στον αέραγια να υποστηρίξει κάποιον Μαρξ, όπως θάκανε κανένας κομματάρχης για το Μερκούρη. Μας ερμηνεύει λοιπόν αυτό το τι θα πει ε ξ έ λ ι ξ η και π ρ ό ο δ ο.

Είχε μάθη μάλιστα ότι ο άνθρωπος εκείνος τον εκακολόγει και ότι ο Στρατής ο αδελφός της Πηγής επροτίμα ως γαμβρόν τον Τερερέν, όστις ήλπιζε, φαίνεται, ακόμη. Όταν επανήλθεν εις την εργασίαν του, εύρε τον Καρπάθιον πρωτομάστορα εξωργισμένον και απειλούντα ότι θάκανε παράπονα προς τον Σαϊτονικολήν. Επί τέλους δεν 'μπορούσαν αυτοί να κτίζουν και να πουργεύουν.

Στοχάζομουν το πανυγήρι, που θάκανε η ορφανή μονοθυγατέρα μου, που την είχα αφήσει μικρή, πολύ μικρή βυζανιάρικη, σαράντα μερών φώσινο, όταν κίνησα να πάω μακρυά στα Ξένα, να προκόψω και να πλουτίσω το σπίτι μου.

Μια λογόστεσι γίνεται και ξεγίνεται ... Κι' απατό σου, κουμπάρε Νικολή, αν ήσουνε στη θέσι μου και κάθε άλλος τιμημένος άνθρωπος το ίδιο θάκανε. Αν εματάγνωσες πάλι, καλά. Παίρνεις το λόγο σου 'πίσω και η φιλιά μας φιλιά. Ο Σαϊτονικολής ανεγνώριζεν ότι ο Θωμάς είχε κατά μέγα μέρος δίκαιον και έβλεπεν ότι η μόνη σωτηρία ήτο να γίνη το ταχύτερον ο γάμος.

Θυμάσαι το τι μου έταζες χτες; πως άμα ταποφασίσω, να σου το πω. Σουφρώνει τα φρύδια του ο Αγάς. — Κι άμ' η μάννα σου; του λέει ποιος θα την πάρη στο λαιμό του τη μάννα σου; Κι ο πατέρας σου; — Αφεντέσημ Έφεντημ, τίποτις δεν είναι αυτά. Ο πατέρας μου είναι μισός μουσουλμάνος. Η γριά πάλι, θα φωνάξη, θα κλάψη, κ' ύστερα θα μερώση. Τι θάκανε αν είτανε θάνατος; Εδώ έχει ή Προφήτη, ή θάνατο.

Μ α ρ ί α. Εγώ! Έκαμα ό,τι θάκανε κάθε μάννα στη θέσι μου Κ ώ στ α ς. Όχι, Μαρία, για δε με μένα, τι μ' έκαμεν η μάννα, μου; Για δες την εντροπή μου και την ερημιά και την απελπισία μου... Η μάνα μου, η αρχόντισσα, όπως έλεγε, η ώμορφη της Πόλης, που μούδωκε την άχαρη ωμορφιά της... και τη ψυχή της ράτσας της της έκφυλης, και το μυαλό το χαλασμένο εις τα ψέματα! Η μάννα μου! Ας όψεται!