United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη· Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω, Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω.

Ότε με είδεν επί του πλοίου του με το λευκόν εσώβρακον, και την χωρικήν γουνέλαν μου, και με τα δύο μικρά μου βαρέλια κοκκίνου χαβιαρίου, εγέλασεν ο καλός πλοίαρχος. Εγέλασα κ' εγώ, αλλά κατ' εκείνην την ώραν εσυλλογιζόμην περισσότερον την μητέρα μου ή την μηλέαν του κήπου μας. Ο άνεμος ήτο νότιος το δε τρεχαντήριον επήδα ταχύ, διευθυνόμενον προς την Χίον.

Το ταχύ σηκωνόμενος επήγεν εις την αγοράν, και εκεί ερώτησεν ένα ράφτην διά να του δείξη πού κατοικεί ο Αμπτούλ· Ε! από πού έρχεσαι εσύ, του απεκρίθη ο ράφτης, και δεν ηξεύρεις πού κατοικεί ο Αμπτούλ; το σπήτι του είνε γνωστόν εις όλους περισσότερον από το σαράγι του βασιλέως.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ναι, μα τους θεούς! όταν εγώ πεθάνω δίκη με ποιόν θα κάνω; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αλλά γιατί, Σωκράτη μου; σου λέω ναι! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μα συ ξεχάνεις το ταχύ ό,τι κι' αν μάθης• λέγε μου, τι σούχα μάθη στην αρχή; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τώρα θα ιδώ . . . για στάσου . . . Εκείνο που ζυμώνουνε ταλεύρι πώς το λένε; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Δεν πας λοιπόν να χάνεσαι, γεροξεμωραμένε και ξεχασιάρη; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συφορά!

Αντήχουν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνόμεναι από τας ήχους, κραυγαί αγωνίας και ταραχής, όμοιαι μ' εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι. Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδία είχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Άλλο μέσον βοηθείας δεν είχον ταχύ.

Οπόταν δε ο βεζύρης τον είδεν εις αυτήν την κατάστασιν, έκαμε και τον εμετάβαλαν εις το κιβούρι, και κλείοντάς τον καλά, εγύρισεν εις το σαράγι του, και το ταχύ επήγεν εις τον βασιλέα του διά να του διηγηθή τα όσα έκαμεν. Ο βασιλεύς που δεν ήτο ολιγώτερον σκληροκάρδιος από τον βεζύρην του, επήνεσε τα όσα έκαμε και ύστερον του λέγει.

Και λέγοντας ετούτα τα λόγια η Καλεκάρη εμίσευσε με τον Καμπούρ, και έμεινα εγώ με μεγάλην ανυπομονησίαν έως που να την ιδώ. Το ταχύ ακούω να κτυπά η πόρτα. Οι σκλάβες έτρεξαν διά να ανοίξουν, ευθύς να έμβη η βασιλοπούλα εις τον χοντζερέ μου.

Βρωμοκαμπίτης δε θα ιδή το αμόλευτο κορμί μου, 'Στά κορφοβούνια θ' ανεβώ, που δε ζαρίζει ο ήλιος, Πώχει τη στρούγγα ο τάτας μου, που ν' η πολλές η στάνες, Που 'νε τα κέδρα ταψηλά και τα νερά από χιόνια, Που βγαίνει η πετροπέρδικα και κηλαϊδεί το τάχυ, Το γιόμα ο πετροκότσυφας, τ' απόβραδο η τρυγόνα.

Έφθασαν το λοιπόν το ερχόμενον ταχύ οι συνειθισμένοι δύο Μώροι, και μου κάνουν νεύμα διά να τους ακολουθήσω. Εγώ έμεινα ώσπερ νεκρός εις τέτοιαν είδησιν, και γυρίζω προς τον Σαέδ διά να του δώσω τον τελευταίον χαιρετισμόν.

Ετούτη, ω φίλε μου, είνε η ιστορία μου· δεν ηθέλησα να σου την διηγηθώ εμπροσθήτερα, φοβουμένη να μη λάβης αντίρρησιν εις το να μου φέρης εδώ τον εχθρόν μου· δεν το πιστεύω που να μη μου δώσης δίκαιον διά την δικαίαν μου εκδίκησιν και με όλον που εσύ φαίνεται να είσαι έχθρός των σκληροκαρδίων, πρέπει να με επαινέσης εις την ανδρείαν, που έλαβα διά να θυσιάσω εκείνον τον σκληροκάρδιον και επίβουλον· αύριον το ταχύ, ακολούθησεν αυτή, θέλωμεν υπάγει αντάμα εις το σαράγι· ο πατέρας μου ο βασιλεύς πολλά τρυφερά με αγαπά· θέλω του εξομολογηθή το σφάλμα μου, και ελπίζω πως θέλει μου το συγχωρήσει, και εσένα σου τάζω πως θέλει σου κάμει μεγάλα δώρα, και σου δώση και πολλές αξίες διά την περιποίησιν που μου έκαμες.