Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη· Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω, Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω.
Ότι λοιπόν εγώ από πολύν καιρόν έκαμα πολύν λόγον, ότι, αφ' ού πίω το δηλητήριον, δεν θα μένω πλέον πλησίον σας, αλλά θα υπάγω να κατοικήσω εις τας κατοικίας της ευτυχίας, όπου κατοικούν οι μακάριοι, μου φαίνεται ότι είπον ουχί ανωφελώς, διά να παρηγορήσω από το έν μέρος σας και από το άλλο τον εαυτόν μου.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Πόσον θα ήμην ευτυχής, εάν ήρμοζε να με λάβης μαζή σου εις αυτό σου το ταξείδιον ! ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Και συ θα ταξειδεύσης ως εγώ και θα ενθυμήσαι τον πατέρα σου εκεί. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με την μητέρα μου θα ταξειδεύσω ή μόνη ; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Μόνη, μακράν του πατρός και της μητρός σου. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Λοιπόν με στέλλεις, πάτερ μου, να κατοικήσω εις άλλον οίκον ; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Άφες αυτά.
Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω Να ελεήσω ηθέλησα του μάταιους ανθρώπους, Που την αμάθια κείτονται με ταλαιπώριας κόπους. Σ' αυτούς να λάμψω καθαρή, την πλάνη να σκορπίσω 75 Να ξαλειφθούν η πρόληψες, και τα κακά να σβύσω. Να φέρω πάλι μάθησες, να φέρω πάλι φώτα Να οδηγήσω τους θνητούς εις το καλό, σαν πρώτα.
Καθώς θεωρεί την Σάρκωσιν και την Σταύρωσιν, δεν αισθάνεται πλέον ότι ο Θεός απέχει μακράν, αλλ' ανακράζει εν πίστει και ελπίδι και αγάπη, «Υμείς ναός εστι του Θεού του Ζώντος· ως είπεν ο Θεός, Κατοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω εν αυτοίς». Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, καθώς το σκότος ήρχισε να διασκεδάζηται από της συντελεσθείσης θυσίας.
Εξ όλων των πόλεων της Δύσεως και της Ανατολής, όπου έτυχε να κατοικήσω, η καθαρωτάτη είνε ή τουλάχιστον ήτο προ ημίσεως αιώνος, προ της ιταλικής δηλ. ενότητος και της εφαρμογής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η Γένοβα πρωτεύουσα της Λιγουρίας. Η ιστορία της πόλεως ταύτης συνδέεται στενώς μετά της ημετέρας μεσαιωνικής.
Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κι' εμείς του Βασιληά την Κόρη. — Διωγμένη απ' τα παλάτια μου κι από τ' αρχοντικά μου, Όπου κι' αν 'δούν τα μάτια μου θα πάω να κατοικήσω, Ψηλά 'ς απάτητα βουνά, κάτου σε κάμπους έρμους. Σύντροφο νάχω το θηριό, μίλημα τ' αγριοπούλι. Κι' ανέβαινε η βασίλισσα μοιρολογώντας τέτοια Ένα ψήλο βουνόκορφο.
Εισήλθα από την πύλη, και ηύρα πάλιν τον εαυτόν μου ευθύς και εντελώς. Αγαπητέ, δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες· όσο μου ήτο θελκτικό, τόσο μονότονο θα ήτο εις τη διήγηση. Είχα αποφασίσει να κατοικήσω εις την αγορά, κολλητά εις το παληό μας σπίτι. Καθ' οδόν παρετήρησα εις το σχολείον, όπου μια έτιμη γρηά μας εσυμμάζωνε, όταν ήμεθα παιδιά, είχε μεταβληθή εις παντοπωλείον.
ΜΕΝ. Εύγε, Σωκράτη, και εδώ, βλέπω, εξακολουθείς την ίδιαν τέχνην και δεν αδιαφορείς δια τους ωραίους νέους. ΣΩΚΡ. Τι άλλο πλέον ευχάριστον έχω να κάνω; Αν θέλης, μένε πλησίον μας. ΜΕΝ. Όχι, πηγαίνω να εύρω τον Κροίσον και τον Σαρδανάπαλον, διότι απεφάσισα να κατοικήσω πλησίον αυτών. ΑΙΑΚ. Κ' εγώ πηγαίνω, διότι φοβούμαι να μη δραπετεύση κατά την απουσίαν μου κανείς νεκρός.
ΧΟΡΟΣ Τον είδα, έχει γεννηθή• είν' ένα παλληκάρι ο νηός, όπου του έδωκε για γυιό του ο Λοξίας. ΧΟΡΟΣ Την ώρα που άνδρας σου απ' το ναό θα βγαίνη, αυτός, που πρώτον ήθελε μπροστά του απαντήση, θα είν' ο γυιός που ο θεός Λοξίας τούχει δώση. ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοίμονο μου! άτεκνη, άτεκνη εγώ θα μείνω, κι' ωρφανεμένο κ' έρημο θα κατοικήσω σπίτι 'ς όλη μου τη ζωή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν