United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως Δ. | προς ταύτα όμως, ω Κριτία και Ερμόκρατες , εγώ αυτός έκρινα περί του εαυτού μου ότι δεν θα ήμην ποτέ ικανός να εγκωμιάσω προσηκόντως τους άνδρας και την πόλιν.

Και περιδιαβάζοντας εκεί μόνος, είδα μακρόθεν προς το μέρος της στερεάς ένα πλοιάριον με τα πανιά ανοικτά, που ήρχετο κατ' ευθείαν προς εκείνο το νησί· ως δε βεβαιώθην ότι ήρχετο να αράξη εκεί, έκρινα εύλογον να μη φανερωθώ ευθύς εις εκείνους τους ανθρώπους, μην ηξεύροντας αν ήσαν φίλοι ή εχθροί, και έτσι, εκρύφθηκα υψηλά εις ένα δένδρον φουντωτόν, εις τόσον που εγώ να ημπορώ να τους βλέπω χωρίς να φαίνωμαι.

Όταν όμως ομιλή σπουδαίως και ανοιχθή, δεν ηξεύρω αν και άλλος τις είδε τα εντός αυτού αγάλματα· εγώ όμως έτυχε να τα ιδώ, και μου εφάνησαν ότι είνε τόσον θεία και πολύτιμα και πάγκαλα και θαυμαστά, ώστε έκρινα ότι έπρεπε να κάμω ταχέως ό,τι θέλει ο Σωκράτης.

Και κατ' αρχάς εσκέφθηκα ότι ηδυνάμην ευθύς και όπως ήμουν να εισέλθω• διότι ενόμιζα ότι ευκόλως θα διέφευγα την προσοχήν, αφού κατά το ήμισυ ήμουν αετός, εγνώριζα δε ότι προ πολλού ο αετός ήτο φίλος του Διός• αλλ' έπειτα εσκέφθην ότι θα μ' εννοήσουν, αφού είχα μίαν πτέρυγα γυπός. Έκρινα λοιπόν ότι το καλλίτερον ήτο να μη εκτεθώ εις τοιούτον κίνδυνον και πλησιάσας εκτύπησα την θύραν.

Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη· Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω, Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω.

ΦΙΛ. Κατ' αρχάς, πατέρα, δεν επήγα αμέσως εις τους Έλληνας, αλλ' ήρχισα από εκείνο το οποίον έκρινα δυσκολώτερον, την διδασκαλίαν των βαρβάρων διότι ενόμισα ότι οι Έλληνες ευκολώτερα θα υπήκουον και πολύ ταχέως θα εδέχοντο οιονδήποτε χαλινόν και θα υπετάσσοντο εις τον ζυγόν της δικαιοσύνης.

Και το μεν επικόν «αι Σκιαί του Άδου» περιλαμβάνει εν συντόμω τας διαφόρους μάχας της Ελληνικής Επαναστάσεως, διό και έκρινα καλόν να το κοσμήσω με τον τίτλον του Έπους, τα δε δύο παρεπόμενα «αι Αναμνήσεις» και «το Όνειρον» λυρικά της παιδικής μου φαντασίας αποκυήματα εισιν. Έγραφον εν Ιωαννίνοις, τη 25 Μαρτίου 1886.

Εγώ εξετάζων τα πράγματα του κόσμου δεν εβράδυνα να εύρω γελοία και ευτελή και αβέβαια όλα τα ανθρώπινα, δηλαδή τα πλούτη, τας εξουσίας και τας βασιλείας• και περιφρονήσας αυτά, έκρινα ότι η περί τούτων ασχολία γίνεται εμπόδιον εις την μελέτην των αληθώς σπουδαίων ζητημάτων κ' επροσπαθούσα να ανυψώσω την σκέψιν μου και να την στρέψω προς το σύμπαν.

Τούτου πραχθέντος νίπτεται ο πάσχων διά του ύδατος του χρησιμεύσαντος εις την εκπλήρωσιν του μυστηρίου, πίνει και θεραπεύεται αυθωρεί. Αλλ' επανερχόμενος επί το προκείμενον, λέγω, ότι τοιαύτης ούσης της περί λοιδορίας δημώδους παραδόσεως, έκρινα εύλογον να εισαγάγω αυτήν εις την διαδραματιζομένην σκηνήν, ως διά της παρουσίας αυτής προοιωνίζουσα την επικειμένην καταστροφήν.

Όταν λοιπόν, ω άνδρες, ο μεν λύχνος εσβέσθη, οι δε δούλοι απεσύρθησαν, έκρινα ότι έπρεπε ν' αφήσω τας περιστροφάς και να του ειπώ ελευθέρως ό,τι εσκεπτόμην και κινήσας αυτόν, — Σωκράτη, κοιμάσαι; ερώτησα. — Όχι δα ακόμη, μου απήντησε. — Ηξεύρεις λοιπόν τι ιδέαν έχω; — Πώς να το γνωρίζω; είπε.