United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από μακριά τη χαιρετάει κι από μακριά της λέει· "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει.„ "Αλλοίμον, αδερφάκι μου, και τι' νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου, Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι.„ "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' έλα καταπώς είσαι.„

Η Λιαλιώ εστάθη σύννους, κάτω νεύουσα την κεφαλήν, και είτα κράξασα, απήντησεν·Ορίστε, μπάρμπα-Μοναχάκη; — Θέλεις να πας στους γονείς σου, ψυχίτσα μου; Καλά θα κάμης! Καρτέρει νάρθω κ' εγώ, να σε συνοδεύσω ως εκεί, μήπως κακοπαθήσης στο δρόμο, μοναχή σου, αγάπη μου! — Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Μοναχάκη! απήντησεν ανενδοιάστως το Λιαλιώ.

Πρέπει να πάρω απάνω από οκτώ γιατρικά και να κάμω επάνω από δώδεκα κλύσματα για νάρθω πάλι στα συγκαλά μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Καλά, καλά, αγάπη μου· ησύχασε λίγο, ησύχασε. ΑΡΓΓΑΝ Αγάπη μου, συ είσαι η μόνη μου παρηγοριά. ΜΠΕΛΙΝΑ Χρυσό μου παιδί! ΑΡΓΓΑΝ Και για να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου για την αγάπη σου, καρδούλα μου, θέλω να κάνω, καθώς σου είπα, τη διαθήκη μου.

Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε.

Όταν όμως καθόμουνα στο τραίνο και γύριζα στη Στοκχόλμη για ναρθώ πάλι από κει στο σπίτι μου, με κυρίεψε τόση αγωνία, που δεν μπορούσα να τη νικήσω. Λίγο πρι να φύγω, είχα μιλήσει στο τηλέφωνο με τη γυναίκα μου. Άκουσα από μακριά τη φωνή της να τρέμη από χαρά: Ο Σβεν πηγαίνει καλήτερα! Κάθησε στο κρεββάτι και γέλασε και φλυάρησε.

Αφόντας σκλαβωθήκαμαν τι δρόμο πήρε ο αφεντικός μου και η φαμίλλια του δεν ξέρω. «Αφού γλύτωσα, τράβησα δρόμο κατά τη θάλασσα. Ύστερα από πολλές μέρες έφτασα σ' ένα λιμάνι, μπήκα μέσα σ' ένα καράβι φράγκικο και μ' έβγαλε στην Αλεξάντρα. Απέκει τράβησα πάρα μέσα. Έκατσα τέσσαρα- πέντε χρόνια και, δόξα τον Θεό, απόλαψα πολλά ολίγα χρήματα, και κίνησα νάρθω στην Πατρίδα.

Κι' όλοι στον κάμπο, βαστώντας τα μπαστούνια τους και της μαγκούρες τους, πηδούν, παίζουν, και χορεύουν στη σκιά των μεγάλων δέντρων. Αλλά τους άφησα για νάρθω εδώ. Γιατί οφείλω το βράδυ να σερβίρω στο τραπέζι του Βασιληά». Ο πορτιέρης του είπε: «Έμπάτε λοιπόν, άρχοντα, γυιέ του Ούργκαν του τριχωτού. Είσαστε μεγαλόσωμος και τριχωτός, και μοιάζετε αρκετά του πατέρα σας».

— Κ' έλεγα νάρθω να σου πω, για να κρυφτής, αν μπορέσης . . . Μα πώς βρέθηκες εδώ;

Ξαφνικά, κατάλαβε: »Α! είναι ο Τριστάνος. Έτσι και στο δάσος του Μορουά έκανε, για να μ' ευχαριστήση, τη φωνή των πουλιών. Φεύγει, κι' αυτό, είναι το τελευταίο του χαίρε... Πώς θρηνεί! Έτσι το αηδόνι, όταν τελειώνη το καλοκαίρι, φεύγει, αποχαιρώντας με μεγάλη θλίψι. Φίλε, ποτέ πεια δε θ' ακούσω τη φωνή σουΠειο φλογερή άρχισε να πάλλεται η μελωδία. «Α! τι ζητάς; Νάρθω; Όχι!

Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία . . . έλεγα ναφήσω το βοτάνισμα, νάρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ 'πίσω . . . Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει . . . Και δε μούκανε καρδιά, ναφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκηο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες!