United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού βρέθηκες εδώ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σε βλέπω . . . — Αχ! γυιε μου! . . . είπεν η Φραγκογιαννού. Έχω βάσανα και πάθια . . . — Τα βάσανα δεν λείπουν από τον κόσμο, γερόντισσα . . . Όσο και να κάμη ο άνθρωπος, δεν μπορεί να τ' αποφύγη . . . — Αχ! πάτερ-Γιάσαφε, είπεν εν θλιβερά διαχύσει η Φραγκογιαννού. Νάμουν πουλί να πέταγα!!!

Όταν είδε και τις γυναίκες, εξεστάθηκε κιαρώτησε τον πατέρα του τι ήσαν. «Αυτοί, παιδί μου, είν' οι δαιμόνοι», τούπε ο πατέρας του, για να τον φοβίση, γιατ' είδε πως τούκαμαν μεγάλην εντύπωσιν. Όταν εγύρισαν πίσω στον πύργον των, ο πατέρας του είπε: «Απ' όλα τα πράμματα που είδες στην πολιτεία, γυιέ μου, ποια σου άρεσαν καλλίτερα, για να σου τα φέρω;» — «Οι δαιμόνοι», αποκρίθηκε ο νέος αμέσως.

Σα να ήτονε θεριό ο δάσκαλος να τρώη ανθρώπους. Κεγώ που τώχω χαρά μεγάλη πως θα γενής καλός άντρας, σαν τον κύρη σου, και θάσαι πρώτος στον πόλεμο, σαν το παπού σου! Η ντροπή, να πούνε πως είσαι φοβητσάρης, γυιέ μου! Όλοι είχαν ταραχθή εκ του επεισοδίου εκείνου, υπέρ πάντας δε ο Μουστοβασίλης. Δεν ήσαν καλά σημάδια αυτά και πολύ εφοβείτο διά το παιδί του και το σπίτι του εν γένει.

— Ω! ανεφώνησεν. — Για τόσο πράμμα; του είπεν η μήτηρ του εξετάζουσα το τραύμα με την σπαρτιατικήν της αταραξίαν. Θέλεις να σ' ακούσουν να πουν πως εφοβήθηκες, γυιέ μου;

ΙΩΝ Τότε με γέννησες εμέ. ΞΟΥΘΟΣ Και σ' εύρε η τύχη, γυιέ μου. ΙΩΝ Πώς ήλθα στο ναό αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Θα σ' άφησεν η κόρη. ΙΩΝ Δούλος για αυτό δεν έγινα. ΞΟΥΘΟΣ Τώρα λοιπόν, παιδί μου δέξου με για πατέρα σου. ΙΩΝ Δεν πρέπει ν' απιστήσω στο λόγο που είπεν ο θεός. ΞΟΥΘΟΣ Πολύ καλά το εσκέφθης. ΙΩΝ Τι άλλο ήθελα απ' αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Το πράμα τώρα βλέπεις όπως σου πρέπει να το ιδής.

Και εκβαλών την καπνοσακκούλαν του επλήρου μικρόν τσιμπουκάκι μεθ' υπομονής και φιλοκαλίας θεργιακλή. — Όντας εναυαγήσαμε πάλιτο Ασπρονήσι, απόξω από την Σκιάθο; Ωχ! μωρέ γυιε μου, κάτι κύματα! . . . Βουνά τα ωργισμέγα. Και νύχτα! Πίσσα! Και χιονιάς! Κατεβαίναμε φορτωμένοι, από τον Ποταμό, γέννημα για τον Περαία, με διαταγή! Ωχ, μωρέ γυιε μου, και να σε είχα μέσα εκείνη τη βραδειά!

Δεν είνε προκοπή, είπεν αποφασιστικώς ο Στάθης ο Μπάζας· έλα να με καλουμάρετε κάτω, να ιδώ τι θα κάμω. . . . Η θειά-Αρετώ ήρχισε να κάμνη πολλούς σταυρούς, εξισταμένη διά τον τολμηρόν λόγον του βοσκού. — Πού να σε κατεβάσουν, γυιέ μ' Στάθη μ', έλεγε· πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; πού θα πατήσης;

Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον ηρώτησε: — Με γνωρίζεις, γερόντισσα; — Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ'; — Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε. Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον.

Δε σούπανε να μη μου μιλής; Αντί ναπαντήσω στην ερώτησή της, τη ρώτησα κεγώ: — Μα εμαλώσετε, λέει, με τη μάνα μου; — Ποιος σου τώπε; — Ο κιρατζής ο Δρακογιώργης, ο γείτονάς σας. — Εγώ, γυιέ μου, δεν εμάλωσα με κιανένα, είπε με πίκρα το Βαγγελιό. Εμένα με μαλώσανε, γιατί, λέει, σε βγάνω απού το νου σου. Κιαφού σώπασε λίγο: — Μα μπορεί, είπε, νάχουνε και δίκιο. Ίσως η γιαγάπη μου να σου κάνη κακό.

Πώς να σας διηγηθώ τότε την σκοτίαν, εις την οποίαν έζησα ένα ολόκληρον χρόνον; Ήμουν ζωντανός εις τον Άδην. — Αλήθεια, γυιε μ'! διέκοψεν η γραία. Εν τούτοις δεν έπαυσε ποτέ να ελπίζη εις την θαυματουργόν χάριν της χρυσής του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Αλλά το παράπτωμά του δεν είχεν ακόμη συγχωρηθή.