Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
— Πού να βρεθή το πετμέζι, γυιε μου; είπεν η Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεκούδουνα απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι, να φάη το καλό παιδί. Πώς σε λένε; — Γιώργη τόνε λέμε, θεια, είπε το μεγαλείτερον κοράσιον. — Εσένα; — Δαφνώ. — Κ' εσένα; ηρώτησεν η Γιαννού το μικρότερον κοράσιον. — Ανθή. — Να ζήσετε!
— Τώρα, γυιε μου, εγώ να σου κάμω γρηά, είπε τυχαίως η Φραγκογιαννού. — Δεν έχουμε αλεύρι, θεια, είπε το μεγαλείτερον εκ των δύο κορασίων. — Καλά· να έλθη ο πατέρας, να φέρη αλεύρι, είπεν η Φραγκογιαννού προς το παιδίον, κ' εγώ να σου κάμω «γρηά»! Ησύχασε τώρα. Αλλά το αγόρι δεν τα ήκουεν αυτά. — Γρηά θέλω, και νάνε ζαρωμένη γρηά! Νάχη και πετμέζι!
Και βλέπουσα την ολόχρυσον καδένα του, λάμπουσαν εις το φως του φαναριού, τον ενηγκαλίσθη, ως μήτηρ, τραυλίζουσα, εν συγκινήσει, με δάκρυα: — Καλά λες, γυιε μ'! Καλά λες, γυιε μ'! Ο Λαλεμήτρος με την χρυσή καδένα! Και ολολύζουσα ήδη εθρηνολογούσεν η γραία εκ συγκινήσεως και χαράς: — Αχ! γυιε μ'! Αχ! γυιε μ'!
Μα τι να σου κάμω, γυιε μου; Ένα κακό, ένας κατακλυσμός! Επήρε το μαξούλι και πάει 'ς το καλό! — Γλύτωσες εσύ, μπάριμ! Συνεπέρανεν ο νεανίας. Εν τούτοις πλην του δημογραμματέως όστις επεφυλάσσετο, οι πλείστοι εξετίμησαν δεόντως το επιχειρηματικόν πνεύμα του φυγάδος.
Κι α μώρθη, γυιέ μου, θάνατος, κι α μώρθη, γυιέ μου, αρρώστια, Κι αν τύχη πίκρα για χαρά, ποιος θα μου τηνε φέρη;„ Το Θιό της έβαλ' εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη κ' έρθη θάνατος, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια, Κι αν έρθη πίκρα για χαρά, να πάη να τηνε φέρη.
— Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα τον καφέ. — Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος εχάθη, εις ναυάγιον.
Κανένας δεν εγλύτωσε. Μόνον ο υποφαινόμενος. Και πάλιν κ' εγώ με θαύμα. Εκεί που μ' εχτύπησεν η σκότα του κόντρα φλώκου, που εβγήκα να τον μαζέψω, μου δίνει μια να πέσω 'ς την θάλασσα και ξεγλυστρώ, μωρέ γυιε μου, και πέφτω απάνω σ' ένα κασσόνι. Λες και μου τώρριξεν εκειδά η μάννα μου. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή!
Άκουσε τον πατέρα σου κ' έβγ' απ' το σπίτι, γυιέ μου! παιδί μου!.. ε!.. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Να τος αυτός! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φίλτατε! φίλτατέ μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρ' τον λοιπόν και πήγαινε. Ωχ! ωχ! παιδί μου! να χαρώ! μ' αυτή την όψι που θωρώ! Στο μάτι σου η αττική αστράφτει πονηρία• εσύ που με κατάστρεψες, δος μου τη σωτηρία. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Και φόβο λόγου χάρι, έχεις σε τι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Στο νέο, αχ! και στο παληό φεγγάρι.
Αλλ' η μητέρα του παρενέβη. — Καλέ, θέλει τηνε, μα ντρέπεται να το 'πη. Δε μου το' πες εμένα, γυιέ μου; Ο Μανώλης κατέβαλεν υπεράνθρωπον προσπάθειαν διά να επιβεβαιώση τους λόγους της μητρός του με μικρόν αναπάφλασμα γέλωτος. — Κατεργάρη! κατεργάρη! είπε γελών ο Σαϊτονικολής.
— ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'. — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες! Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της. — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε! — Λέγε, γυιέ μ'! — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε! — Βέβια! βέβια!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν