Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκειά κι' αν είναι, χωρίς μάννα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως είμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι' έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ'... — Παναγιά μ'! Ζουρλάθηκες, παιδί μ'! Τ' είν' αυτά που μου λες; Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.

Είταν τόσο βέβαιη η κάκω η Μήτραινα, ότι θάρχονταν, χωρίς άλλο, ο Γιάννης της εκείνο το πρωί, που μπορούσε να στοιχηματίση το κεφάλι της το ίδιο.

— «Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάννα μ';» Του είπα. — «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχειςΤότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντάς τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα: — «Αλήθεια, ζη η μάννα μ';» — «Ζη και παραζή, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμήΜου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο.

Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' ασπρού. — Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήση το παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρόνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχη!

Αι τέσσαρες γυναίκες, η σπιτονοικοκυρά μαζί με την κόρην της, η Κατερνιώ η ζωντοχήρα, κ' η κυρά Μήτραινα, η μήτηρ της μισής δουζίνας παιδιών, έκαμαν μέγαν συνασπισμόν και σταυροφορίαν εναντίον της Σταυρούλας.

Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο. — Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι' ύστερα από λίγα χρόνια πάη κι' η γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό. — Ας είναι! Συ να είσαι καλά παιδί μ'! — Μ' άφησε ένα παιδάκι. — Τι; Τι; Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάη κι' αυτό! — Βέβια! Βέβια!

ΣΗΜΕΡΑ τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες της παραμονές του Άη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά και μεγάλη κόττα, από τες δέκα-δώδεκα κοττούλες, που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε, και την έβαλε να βράση ακέρια, μέσα σ' ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλλα στην κρικέλλα, και περίμενε, σαν όλες τες παραμονές του Άη-Γιαννιού, νάρθη ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερόνοντας του Άη-Γιαννιού.

Τότε η κάκω η Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της στιας, κι' ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, παρακαλώντας την Κυρά την Παναγιά και τον ΆηΓιάννη να της φέρουν το παιδί της γερό και καλά από τα Ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην πρόκοβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθή, γιατί είταν περασμένη η ώρα.

— .... Μ' έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σ'... — Άλας και ακάρφη στη γλωσσά τ'ς.... Ξανάειπε η Μήτραινα.

Η ελπίδα φώλιαζε βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν