United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν ημέραν μου ήλθεν επιθυμία, να πηγαίνω και εγώ να εύρω τον Ναμαράν εις το σπήτι του, ελπίζοντας πώς θα ήθελε το λάβει εις μεγάλην χαράν και βγαίνοντας μπουλωμένη από το σαράγι μου χωρίς να με καταλάβη κανένας έφθασα εις το σπήτι του Ναμαράν και κτυπώντας την πόρταν διά να μου ανοίξουν, βλέπω και έρχεται ένας σκλάβος και με ερωτά τίνα γυρεύω· εγώ του είπα πως έχω να ομιλήσω του αφεντός σου ένα λόγον.

Εγώ αφού και ευχαρίστησα με μεγάλον μου θαυμασμόν την γενναιότητα του οφφικιάλου, εδόθηκα εις φυγήν, και επαραδόθηκα εις την πρόνοιαν του Ουρανού. Και βγαίνοντας από τα σύνορα του αδελφού μου, έλαβα την καλήν τύχην διά να φθάσω εις τα εδικά σου, ω βασιλέα μου, και να εύρω ένα ασφαλές καταφύγιον εις την αυλήν σου. &Ακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βερδεδίν Λώλου και του Βεζύρη του&

Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' ασπρού. — Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήση το παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρόνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχη!

Μα η Χλόη σαν κόρη, ήτανε τόσο αθώα, ώστε βγαίνοντας από τη σπηλιά ήθελε να του πάρη και δεύτερο όρκο, λέγοντάς του: — Ω Δάφνη! ο Πάνας είναι θεός, που του αρέσει ο έρωτας κι άπιστος· αγάπησε την Πίτη μα αγάπησε και τη Σήριγγα· και δεν παύει ποτέ να πειράζη τις Δρυάδες και να ενοχλή τις Επιμηλίδες νύμφες.

Μονάχα ο νιός τραβήχτηκε μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, και βγήκε προς την πόρτα κάπως ανήσυχος. Ο υπενωμοτάρχης ενώ ροφούσε το κρασί του είχε κολλήση τα μάτια του κατ' απάνω του φλογερά, και φαίνουνταν σαν κάτι να γύρευε να θυμηθή καλά, σαν κάτι να ξεκαθαρίση στο μυαλό του. Ο νιος βγαίνοντας έξω έρριξε μια ματιά προς τους στρατιώτες, τους χαιρέτησε κ' έκαμε να τραβήξη το δρόμο του.

Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της, και κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να χολιάζη, χωρίς να αδημονάη, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαρισμό πόσα χρόνια είχε ο Γιάννης της στα Ξένα.

Δεν βλέπεις πως η μουσική σου είναι σαν τον άνεμο; Έδιωξε όλον τον κόσμο.» «Περίμενε να γεμίσουν τ’ ασκιά και θα δεις!», είπε η τοκογλύφος, βγαίνοντας στο πορτάκι δεξιά από τις κυρίες Πιντόρ και καθαρίζοντας τα δόντια με το νύχι της. Και εκείνη είχε τελειώσει το δείπνο και για να μην χάνει τον καιρό της άρχισε να γνέθει στο φως της φωτιάς.

Εγώ από τον φόβον μου έως που να βγάλω εκείνα τα φορέματα και να ενδυθώ το ιδικόν μου ελησμόνησα εκεί μέσα το τσεκούρι και τα παπούτσια μου, και βγαίνοντας έξω από την σκάλαν, προτού να κλείσω την θύραν, βλέπω και ανοίχθη η γη, και ωσάν αστραπή εμβήκε μέσα το Τελώνιον.

Και κολακεύοντάς τον, του παίνευε τα γίδια και τον παρακάλεσε να παίξη με το σουραύλι του ένα τσοπάνικο· και τούλεγε πως γλήγορα θα τον κάνη ελεύθερο, γιατί όλα τα μπορεί. Και σαν τον είδε ήμερο, κάνοντας του καρτέρι τη νύχτα, που γύριζε τα γίδια απ' τη βοσκή, πρώτα τον εφίλησε βγαίνοντας μπροστά του· ύστερα τον παρακαλούσε να του γυρίση τα πισινά του, έτσι όπως κάνουν οι γίδες στους τράγους.

Μίαν ημέραν βγαίνοντας ο Κουλούφ από το παλάτι, συναπαντά μίαν γυναίκα γραίαν σκεπασμένην με ένα πανί της Ινδίας και ο γύρος του πανιού ήτον κεντημένος με χρυσίον και ρουμπίνια· είχεν αυτή μία αρμαθιά μαργαριτάρια εις το ένα χέρι, και εις το άλλο ένα δεκανίκι, και πέντε σκλάβες σκεπασμένες και αυτές, και την εσυντρόφευαν.