United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι' έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.

Αν ίσως κάνης συ αυτά οπού εγώ σου λέω, θάχης τα στήθηα δυνατά, το χρώμα σου ωραίο, θάχης τον ώμο σου μακρύ, θάχης τη γλωσσά σου μικρή, θάχης πλατειά τα πισινά θάχης κοντά τα μπροστινά. Το κάθ' αισχρό, καλό πως είναι θα σε πείση, και το καλό, πως είν' αισχρό θάχης νομίση, και εις το τέλος θα γεμίσης κι' από κείνη του Αντιμάχου του αισχρού την πουστοσύνη.

Ταριστερό φτερούγι του Βελισάριου ως τόσο άρχισε να στενοχωριέται. Μια στιγμή μάλιστα έσπασαν και σκορπιστήκανε. Βλέποντας αυτό το πάθημα οι Ούνοι τρέχουν καβάλλα καταπάνω στους Πέρσους. Προφταίνει όμως ο Φάρος με τους Ερουλούς του, πέφτει στα πισινά τους, και τους κομματιάζει καθώς έφευγαν τρομασμένοι. Έγινε τώρα η προσβολή γενική. Γέμισε ο τόπος Πέρσους νεκρούς.

Μα δε βλέπεις, Δάφνη, τις γίδες και τα κριάρια και τους τράγους και τις προβατίνες, πως εκείνοι κάνουν ορθοί κ' εκείνες παθαίνουν ορθές; εκείνοι αφού πηδήσουν, κι αυτές αφού τους κρατήσουν στα πισινά τους; Κ' εσύ θέλεις να πλαγιάσω χάμου μαζί σου γυμνή; κι όμως εκείνες πόσο πιο μαλλιαρές είναι από μένα, αν κ' είμαι ντυμένη.

Έπειτα με μαύρο ή κόκκινο χρώμα ζωγράφιζε εφήβους παλαιστάς ή δρομείς· ιππείς πάνοπλους μ' αλλόκοτες οικοσημασμένες ασπίδες και παράξενες προσωπίδες, ενώ καβαλλίκευαν από κοχυλωτό άρμα άλογα ολόρθα στα πισινά τους πόδια· τους θεούς καθισμένους σε συμπόσιο ή κάνοντας θαύματα· τους ήρωες με τους θριάμβους ή τους πόνους των.

Μ' ετήραε παραπονετικά με τα μάτια του τα μεγάλα, σα να μου ζητούσε βοήθεια. Γιατί πάσχιζε να γυρίση τα πισινά του κατά το συρμητό της βροχής και δε δύνονταν, καρφωμένο εκεί 'ςτόν τόπο, από το πεσμένο σαμάρι, που ολοένα το καταπλάκωναν οι άμμοι και τα χαλίκια που παρέσερνε η σούδα του δρόμου. Το λυπιόμουν το μαύρο πλιότερο κι από τον εαυτό μου. Φοβόμουν να μην κάμη 'ςτά μάτια.

Λίγο παρέκει, σ' ένα ξώχωρο της Καρχηδόνας, το Δέκιμο, ανταμώνουνε μεγάλο στρατό σταλμένο καταπάνω τους από το Γελιμέρο μ' αρχηγό τον αδερφό του τον Αμάττα. Το σκέδιο τους είταν, ο ανιψιός του Γελιμέρου ο Γιβαμούνδος, με δυο χιλιάδες καβάλλα να χτυπήση το Βελισάριο από τα ζερβά· ο ίδιος πάλι ο Γελιμέρος, ξεφυτρώνοντας άξαφνα από τα πισινά του να τονέ χτυπήση αποκείθε και να τονέ σπάση.

Λοιπόν δυσπιστείς ακόμη, Τυχιάδη, εις γεγονότα τόσον φανερά και τα οποία συμβαίνουν συχνότατα; Όχι, μα τον Δία, απήντησα, και νομίζω ότι είνε άξιοι να δαρθούν εις τα πισινά, καθώς τα παιδιά, με χρυσόν σάνδαλον όσοι δεν πιστεύουν και δεικνύουν τόσην αναισχυντίαν προς την αλήθειαν.

Αφού πήρε το τομάρι λύκου μεγάλου, που κάποτε βουβάλι, προστατεύοντας τα βόιδια, τον εσκότωσε με τα κέρατά του, το άπλωσε γύρω στο κορμί του, ρίχνοντάς το απάνω του, από τους ώμους ίσαμε τα πόδια, ως που τα μπροστινά πόδια του λύκου ν' απλωθούν στα χέρια του και τα πισινά στα πόδια του ίσαμε τη φτέρνα και το άνοιγμα του στομάτου να σκεπάση το κεφάλι του σαν περικεφαλαία πολεμιστή· κ' αφού γίνηκε σαν θεριό όσο μπορούσε καλλίτερα, πηγαίνει κοντά στην πηγή, όπου ποτίζονταν τα γίδια και τα πρόβατα ύστερ' από τη βοσκή.

Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτο συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα δυο τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτο σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτα κλαριά του λόγγου μέσα.