United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ήταν ωραίο νάβλεπε κανείς το ανακάτωμα των αλόγων που σωριάζονται χάμω, και τους πληγωμένους υποτελείς, και τα χτυπήματα που έδιναν οι νεαροί ιππότες, και τα χορτάρια, που κάτω από τα βήματά τους, γινόντανε κόκκινα από το αίμα. Μπροστά σε όλους, ο Καερδέν είχεν υπερήφανα σταματήσει, βλέποντας νάρχεται απάνω του ένας τολμηρός βαρώνος, ο αδερφός του κόμητος Ριόλ.

Τ' άρεσε τώρα να μένη σ' αυτήν τη θέση και να κλωθογυρίζη στο νου του την ίδια σκέψη. Άρχιζαν να τον τέρπουν τα μελαγχολικά συναισθήματα. Το πείραγμα και τ' αφόρμισμα της πληγής του, του προξενούσε πόνο και σύγκαιρα ευχαρίστηση. Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε χτύπος δυνατός στην πόρτα, σα νάπεσε κορμί τρεχάτο απάνω της. Αμέσως έπειτ' άρχισαν χτυπήματα πεισματικά κι ανυπόμονα.

Στη μικρή αυλή όλα γίνανε άνω κάτω: τα περιστέρια πέταξαν στη στέγη, οι γάτες σκαρφάλωσαν στους τοίχους, μόνο η γυναίκα σιωπούσε για να μην τραβήξει την προσοχή του κόσμου και έσκυβε για ν’ αποφύγει τα χτυπήματα προστατεύοντας τον εαυτό της με το αδράχτι.

Μα και τα νομοσχέδια αυτά ανακατώνουν δήμους και κοινότητες μαζί και τα κάνουν μια σαλάτα. Εδώ δε χρειάζονται συμβιβασμοί, παρά μονάχα χτυπήματα και τσεκουριές γερές στο δήμο, και θα πέσει μόνος του. Ο λαός παντού, σε κάθε τόπο, ας το κάνει αυτό, αν δεν το κάνει ο νομοθέτης. Καθεστώς που είναι ψεύτικο, δε στέκεται στα πόδια του.

Εδώ γύριζε τριγύρω, σα να ένοιωθε από την πρώτη στιγμή πως είτανε στο σπίτι της. Εδώ λησμονήσαμε πως η ζωή κ' οι άνθρωποι μας είχανε πληγώσει βαριά και πως και μεις, για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, ανταποδώσαμε τα χτυπήματα. Εδώ λησμονήσαμε τη θλίψη του χειμώνα και τις εκνευριστικές διασκεδάσες του.

Πώς θα εκδικηθή εκείνους που τον ατίμασαν!... Στον Κόκκινο Σταυρό, ηύρε το δασοφύλακα. «Τράβα μπροστά. Πήγαινέ με γρήγορα, γρήγορα, γραμμή». Ο μαύρος ίσκιος των δέντρων τους σκεπάζει. Ο Βασιληάς ακολουθεί τον κατάσκοπο. Έχει πεποίθησι στο σπαθί του που άλλοτε χτύπαγε τόσο καλά χτυπήματα! Α! Αν ξυπνήση ο Τριστάνος, ένας από τους δυο, ο Θεός ξέρει ποιος!, θα μείνη στον τόπο.

Τότε ο αντρειωμένος τραβάει το σπαθί του, το σηκώνει, και το κατεβάζει στο κεφάλι του δράκοντα, χωρίς όμως ούτε το τομάρι να σκίση. Μολαταύτα το θεριό αισθάνθηκε τα χτυπήματα. Ρίχνει να νύχια του στην ασπίδα και τη σκίζει. Με το στήθος ξέσκεπο ο Τριστάνος, σημαδεύει πάλι με το σπαθί, και χτυπάει το θεριό στα πλευρά με τόση δύναμι που σείεται ο αέρας. Άδικα. Δεν μπορεί να το πληγώση.

Έπεσαν δυο του τόπου από του Τρύφου την παρέα. Ο Μποτσονάς ο Βάκης από τους άλλους. Άξιο πανώριο παληκάρι του χωριού, του Τρύφου ο γκαρδιακός ο φίλος, που εξεψύχησε κάτω από δυο βαριά χτυπήματα της κάμας της αδερφικής του φίλου του ο Βάκης. Γιατί ήταν, βλέπεις, με άλλη παρέα ο καθένας τους.

Ακόμη και τα φαντάσματα εκείνη τη νύχτα δεν τολμούσαν να βγούνε, τόσο φως υπήρχε τριγύρω. Και το νερό μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα χτυπήματα από το πλύσιμο των ρούχων των πάνας. Και τα φαντάσματα ήταν γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Ο υπηρέτης μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την ιστορία του Τζατσίντο και του λιμενάρχη και δοκίμαζε μιαν ατέλειωτη γλύκα, μιαν ατέλειωτη θλίψη.

Αγκομαχούσαν φοβερά, που τράνταζε το σπήλιο.... Αρχίζουν να κουράζωνται, κι’ αρχίζουν να τραβιούνται, Ν’ αριεύουν τα χτυπήματα, να παραλύουν την έχτρα, Κι’ εκεί που λαχανιάζανε, πο τον πολύ τους κόπο, Και κολυμπούσανε κι’ οι δυο στον ίδρωτά τους μέσα, Η έχτρα, πώκαιε μέσα τους, σα φοβερό καμίνι, Τους εσυμπούσε το θυμό, τους άναβε τη λύσσα, Και πάλε ξαναρχίζανε τον φοβερόν αγώνα.