Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Εκείναις της ημέραις εδούλευεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος εις το Μοναστήρι, που έκτιζεν ο Γέροντας ο Παπα-Διονύσιος, όστις — νάχωμε την ευχή του — επλήρωνεν όλο και μαντζάρικα — βενετικά φλωρία — τους μαστόρους, φλωρία των δέκα φράγκων, που έλαμπαν, φωτιά μοναχή λες και τα έβγαλαν τότε από το καμίνι.
Η παραγγελία του Γύφτου, σεπτή ως πατρική διαθήκη, έμελλε να μένη εσαεί ανεκτέλεστος, αν ο Μάχτος, όστις είχεν ίσα δικαιώματα επί της υστάτης βουλήσεως του πατρός, δεν ήρχετο τρία βήματα όπισθεν και δεν ήκουε κλοπηδόν τας λέξεις ταύτας: «Αποκάτω από το καμίνι, τρεις πιθαμαίς να μετρήσης, δεξιά, κοντά εις την αγκωνή, εκεί τα έχω.
Αφού είδε πως ο Άδμητος είχε νεκρόν στο σπίτι, αυτός εν τούτοις τόλμησε ναρθή να καταλύση. Έπειτα δεν τον έφθασαν εκείνα που του πήγα να φάη, αλλ' εζήτησε και άλλα να του φέρω. Επήρε εις το χέρι του το ξύλινο ποτήρι και ήρχισε μαύρο κρασί να πίνη ως που η φλόγα επότισε το σώμα του και τώκαμε καμίνι. Τότε με μύρτα εστόλισεν αμέσως το κεφάλι και ήρχισε να τραγουδή σαν σκύλλος που ουρλιάζει.
Όλο το κορμάκι του έκαιγε σαν το καμίνι, το κούτελό του ήτανε σαν πέτρα πυρωμένη απ' τον ήλιο του Θεριστή και τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά μοιάζανε σαν φλόγες, που καίγανε αλύπητα τωραίο του κεφάλι. Δίπλα του η Μαρία τον παράστεκε βουβή και πικραμένη.
Τα μεγάλα, καταγάλανα μάτια της, που ποτέ δεν είχανε βασιλέψει για να βλέπουνε τις ομορφιές του κόσμου, βασιλεμένα τώρα προς το χώμα, στάζανε δάκρυα μυστικά. Μα τώρα το φως έμπαινε από άλλο παράθυρο στις δυο ζυγές ψυχούλες. Τώρα η Μαρία έβλεπε με τα μάτια του τυφλού. Κι ο Πέτρος μέσα στο καμίνι που τον έκαιγε, μιλούσε με μια φωνή περίσσια γλυκειά, με μια φωνή δροσιά γεμάτη.
Μάθε ότι απόψε παράστασις θα γίνη εμπρός τον βασιλέα· έχει μέσα σκηνήν 'πού ομοιάζει με τον τρόπον, ως σου τον είπα, 'πού ο πατέρας μου εφονεύθη· παρακαλώ σε, όταν ιδής ν' αρχίσ' η πράξις, να στήσης όλην την ψυχήν σου να προσέχη 'ς τον θείον μου, κ' εάν, 'ς ένα του λόγου μέρος, το κρυμμένο έγκλημά του απ' την μονιά δεν έβγη, κολασμένο ήταν Πνεύμ' αυτό 'πού εφάνη εμπρός μας, και όλα τα οράματά μου μαύρα ως το καμίνι του Ηφαίστου.
— Αποκάτω από το καμίνι... τρεις πιθαμαίς να μετρήσης... δεξιά κοντά εις την αγκωνή... εκεί τα έχω. Πάρε τα κ' έλα να μ' εύρης. Ο Βούγκος εις μάτην έτεινε το ους όπως αντιληφθή την στιγμήν εκείνην, και εις μάτην εβίαζε την μνήμην του τη επαύριον.
« Τη μια χιλιάδα των Τουρκών » Σκορπίζαμε, κ' η άλλη » Πυκνότερη μας πλάκωνε. » Σκορπιόντανε κ' εκείνη, » Και 'πίσω της άλλη φωτιά » Άναφτε 'σάν καμίνι, » Κ' ημείς τους εσκορπίζαμε; » Με λύσσα και με ζάλη.»
Τα κύματά της δεν αφρίζουν, και θλίψη παντοτεινή φωλιάζει μέσα στον ίσκιο που τη γεμίζει. Ποτές ο ήλιος δε θα την παρηγορήση. Παρηγοριά δεν έχει η ζωή μου, μα ο πόνος δε με τρελλαίνει, δε χτυπώ τα στήθια μου, δε φωνάζω. Μια στιγμή, ένα δέφτερο της στιγμής, νόμισα και γω πως θα χάσω τα λογικά μου· δεν είμουν όμως ποτέ σαν το καμίνι εκείνο· είμουν πάντοτες σαν τη λίμνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν