United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μες τη μονιά του λύκου. σ. 93. Μονιά επί τετραπόδων ζώων . Φωλεά επί πτηνών, όθεν μονιάς ο λαγωός, ο λύκος, ο άγροιόχοιρος ή άλλο τι των θηρίων εκ γήρατος, ή χαρακτήρος αγρίου μη στέργοντος την μετά των ομοφύλων συμβίωσιν. »Τα κούφια βελανίδια. » σ. 93. Αι καταπίπτουσαι από της δρυός βάλανοι, αι διακρινόμεναι διά της λέξεως χαμάδα , είναι η κυριωτέρα τροφή των αγριοχοίρων.

Και όταν επιτυγχάνει εντελώς ο σκοπός της παραστάσεως, όταν το κακούργημα δεν μένει πλέον κρυμμένον εις την μονιά του , αλλά, όπως το είχε καταγγείλη φωνή από τον άλλον κόσμον, τώρα φανερώνεται εις την όψιν του ενόχου και εις τον ακράτητον φόβον οπού τον αναγκάζει να φύγη, ο Αμλέτος δεν σύρει το ξίφος· και αφού κατόπιν του Βασιλέως διασκορπίζονται και φεύγουν οι Αυλικοί, τι λέγει ο Αμλέτος ευρισκόμενος μόνος με τον φίλον του; Περί τιμωρίας αποδεδειγμένου πλέον ενόχου δεν γίνεται λόγος· ο Αμλέτος κατέχεται από άκραν αγαλλίασιν διότι με το μέσον της δραματικής τέχνης κατώρθωσε να σχίση την προσωπίδα του κακούργου, αλλά προ πάντων διότι εδυνήθη να εμβάλη τον τρόμον εις την ψυχήν του.

Απ' την κορφή ΄ς τα νύχια Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι... Μ' έφαγε η γύμνια κ' η ερμιά... Έβαψε τα παλιούρια Η ξεσχισμένη φτέρνα μου... Μ' έδειρε το χαλάζι... Έστρωσα το κρεββάτι μου μες ’ς τη μονιά του λύκου... Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα ’ς τα λαγκάδια Έβγαινα κ' έβοσκ' αρπαχτά τα κούφια βελανίδια Που εσέποντο ’ς τα χώματα, κ' εζούσα μ' αποφάγια Π' αφίναν τ' αγριογούρουνα... Κι' όταν τον αλωνάρη Μούχαν πιασμένα τα νερά και μ' έφριγεν η δίψα, Ακούστε το, μωρές παιδιά, εζύμονα ’ς τα δόντια Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι, Και δε θυμούμαι νάνοιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα Όπου με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα Απών' αρμό ’ς τον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει Και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρόνει, Λάμπρε.

Μάθε ότι απόψε παράστασις θα γίνη εμπρός τον βασιλέα· έχει μέσα σκηνήν 'πού ομοιάζει με τον τρόπον, ως σου τον είπα, 'πού ο πατέρας μου εφονεύθη· παρακαλώ σε, όταν ιδής ν' αρχίσ' η πράξις, να στήσης όλην την ψυχήν σου να προσέχητον θείον μου, κ' εάν, 'ς ένα του λόγου μέρος, το κρυμμένο έγκλημά του απ' την μονιά δεν έβγη, κολασμένο ήταν Πνεύμ' αυτό 'πού εφάνη εμπρός μας, και όλα τα οράματά μου μαύρα ως το καμίνι του Ηφαίστου.

Υπάρχει κάποιος δράκοντας στο σπίτι μας. Είδα τον ίσκιο του ένα βράδι εδώ μέσα με τα μάτια μου. Μα γιαΤι δε με πιστεύετε; ΣΤΑΥΡΟΣ Λες να είτανε κανείς σαν αυτούς που βασανίζουνε το γήταυρο; Ω να βλέπατε εκεί στη μονιά του το δυνατό θεριό να σπαράζη, να κλαίη, να δέρνεται, να φωνάζη, και κανείς να μην έρχεται, και κανείς να μην μπορή να το γλυτώση από τα νύχια των φοβερών δρακόντων.

Πώς λέοντας φριχτός γοργής λαφίνας ζαρκαδούλια πάει στη μονιά τους κι' έφκολα με τα σκληρά του δόντια τ' αρπάει και πνίγει σβύνοντας την απαλή καρδιά τους, 115 τι κι' αν η μάννα τους κοντά τα βλέπει, να βοηθήσει δεν κατορθώνει, τι κι' αφτή τήνε θερίζει ο τρόμος, μόνε δρωμένη βιαστικιά, περνώντας δάσα λόγγους, φέβγει όπου φύγει, απ' το σκληρό θεριό κυνηγημένη· έτσι κι' αφτούς απ' το χαμό να σώσουν δε μπορούσαν 120 οι Τρώες, μον τσακίσανε όλοι κι' αφτοί στον κάμπο.

Μα είμουνα εγώ που πήγα στη μονιά του γήταυρου και είδα τον παραδαρμό του θεριού, κι άκουσα το μούγγρισμά του, και δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω τους δρακόντους που το είχανε αδράξει από το λαιμό και το βασανίζανε. ΑΝΝΟΥΛΑ Γιαγιά μου, έμενα δε μου είπες αυτό το παραμύθι του γήταυρου. ΓΙΑΓΙΑ Αλήθεια, παιδί μου, αυτό τόλεγα πάντα στα παλιά τα χρόνια.