United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή. Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει Η έρμη φτέρνατο βουνό, Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει Και δε βρίσκει ένα γιαλό. Τον επήρε γι' αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός... Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη Πάντα πίσω του ο νεκρός. 'Σ το τυφλό το τρέξιμό του Μεςτη φούχτα του αρπαχτά Για να βρέξη το λαιμό του Πίνει πάχνη και περνά.

Την ώρα δεν έβλεπα νάρθης, να μου τα πης, λέγω του φίλου μου τις προάλλες, ό τι μεταγύρισε από πεταχτό ταξίδι ως την ΚρήτηΜην το θαρρής δα πως είνε κ' εύκολο να τα περιγράφω, μάλιστα καταπώς τόκαμ' αυτό το ταξίδι. Μήτε μολύβι, μήτε χαρτί. Έτσι, με τα μάτια και με το νου, αρπαχτάαπολογιέται ο λιοκαμένος μου φίλος. — Και τι καλλίτερο; ζωντανά πράματα· τα γραμμένα τα βρίσκουμε κι απ' αλλού.

Απ' την κορφή ΄ς τα νύχια Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι... Μ' έφαγε η γύμνια κ' η ερμιά... Έβαψε τα παλιούρια Η ξεσχισμένη φτέρνα μου... Μ' έδειρε το χαλάζι... Έστρωσα το κρεββάτι μου μες ’ς τη μονιά του λύκου... Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα ’ς τα λαγκάδια Έβγαινα κ' έβοσκ' αρπαχτά τα κούφια βελανίδια Που εσέποντο ’ς τα χώματα, κ' εζούσα μ' αποφάγια Π' αφίναν τ' αγριογούρουνα... Κι' όταν τον αλωνάρη Μούχαν πιασμένα τα νερά και μ' έφριγεν η δίψα, Ακούστε το, μωρές παιδιά, εζύμονα ’ς τα δόντια Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι, Και δε θυμούμαι νάνοιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα Όπου με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα Απών' αρμό ’ς τον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει Και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρόνει, Λάμπρε.

Βλέπων τα ράφια γεμάτα ψωμία, εις δε την τράπεζαν παρατιθεμένην κάτασπρην πίτταν, ωργίζετο, πλην εις βάρος του, διότι έτρωγεν αρπαχτά την ζεστήν πίτταν, — εζήλευε να τρώγη η Κρατήρα φρέσκο, και αυτός ξηροκόμματα, ως τα έλεγε τότε τα ψωμία από την ζήλειαν τουκαι έπιπτεν όλη εις το στομάχι του και παρεπονείτο την νύκτα.

Άρχισαν οι φίλοι να του λεν του Μίμη για την κακοριζικιά του Νίκου που πήγε κ' έκλεψε ένα κορίτσι σαν το κρύο το νερό-ενού μηνός απόχηρος με πέντε δάχτυλα θλίψη στο καπέλλο!-και το κρατάει λέει τώρα κλειδωμένο μες την κάμαρη γιατί φοβάται μην του φύγη. Μεθυσμένοι ήταν και τάλεγαν αρπαχτά ταστεία.