United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μόρφος μάλιστα εμισούσε το Ζώη με όλη τη δύναμι της ψυχής του, γιατί κάπου στην ξενητειά μια φορά εφιλονείκησαν για την κοπέλλα κ' επιάστηκαν και ο δυνατώτερος Ζώης έδειρε τον Μόρφο. Τώρα απόφευγε ο ένας τον άλλον για να μην έρθουν στα χέρια και η κοπέλλα ήταν ελεύθερη να διαλέξη από τους δυο. Και η πατινάδες και τα τραγούδια δεν είχαν τελειωμό.

Εξόν από την προστασία του Μονοφυσιτισμού, άλλα του «κατορθώματα» αναφέρνουνται το πως αργυρολογούσε από τους επισκόπους, και πως μια μέρα τον Πατριάρχη τον Ακάκιο μόνο πως δεν τον έδειρε, κι αυτό ας είναι καλά οι καλόγεροι που τονέ γλύτωσαν. Όσο για το φορολογικό του σύστημα, μήτε ο ταπεινότερος εργάτης δεν του ξέφυγε.

Θα παίξω με την τέχνην μου την αγαθότητα του! Η γέννησίς μου μ' αδικείας με πλουτίση ο νους μου. Τολμώ τα πάντα, μου αρκεί να κάμω τους σκοπούς μου. ΓΟΝΕΡ. Τον έδειρε ο πατέρας μου τον άνθρωπόν μου λέγεις διότι του εμάλλωνε τον γελωτοποιόν του; ΟΣΒΑΛ. Ναι! ΓΟΝΕΡ. Βάσανόν μου είν' αυτός και νύκτα και ημέραν! Νέον ξεσπάνει άτοπον κάθε στιγμήν και ώραν και όλους μας αιώνια μας έχει άνω κάτω!

Χτες μ' έκλεψε και μ' έδειρε ένας αξιωματικός και πρέπει σήμερα να φαίνομαι, πως έχω κέφι, για ν' αρέσω σ' έναν καλόγερο. Ο Αγαθούλης δε ζήτησε περισσότερα· ωμολόγησε, πως ο Μαρτίνος είχε δίκιο. Καθήσανε στο τραπέζι με την Πακέττα και το θεατίνο· το δείπνο στάθηκε πολύ ευχάριστο και στο τέλος μιλήσανε με κάμποση εμπιστοσύνη.

Η μήτηρ του Άρεως διέμενεν εις τον ναόν τούτον· ο θεός, ανατρεφόμενος αλλαχού, εγένετο έφηβος και ηθέλησε να εισέλθη διά να συνομιλήση με την μητέρα του· αλλ' οι υπηρέται, οίτινες ποτέ δεν τον είχον ιδεί, δεν τον άφησαν και τον απώθησαν· τότε αυτός έλαβεν ανθρώπους από άλλην πόλιν, έδειρε τους υπηρέτας και εισήλθεν εις της μητρός του.

Πρώτα ήταν όλο μεγάλοι. «Πού να ήσαστε σεις τον καιρό που ήτον ο άλλος ο δάσκαλος, ο Φλάσκος Φλασκο-μπιμπίνος, ο κιτρινιάρηςΚαι σείων την κεφαλήν, διηγείτο προς τους μικρούς μαθητάς, οίτινες τον ήκουον εκπέμποντες μεγάλα επιφωνήματα θαυμασμού, πώς ο Τζώρτζης ο Σγούρας, δεκαοχτώ χρόνων, υψηλός, με ανορθωμένα σγουρά μαλλιά, τα οποία δεν ηδύνατο να διευθετήση το κτένιον, έδειρε μίαν φοράν τον άλλον διδάσκαλον, «τον Φλάσκο Φλασκο- μπιμπίνο, τον κιτρινιάρη», πολιορκήσας αυτόν όπισθεν της δασκαλοκαθέδρας, και κατενεγκών τρεις σφιγκτούς γρόνθους κατά του στέρνου του, διότι ο διδάσκαλος ηπείλησε να τον κλείση εις το κάτωθεν της δασκαλοκαθέδρας σωφρονιστήριον, όπου έβοσκον βλατούδες και ψαλλίδες πολυποδαρούσες και όχι ολίγοι ποντικοί.

Λαοί διάφοροι στα ήθη και στη γλώσσα ισκιάζονταν από κάτω του, σαν φοβισμένα πρόβατα στο λιόκαυτο δειλινό. Ο Χαγάνος χαιρότανε διπλή χαρά. Είχε στην αγκαλιά του την κόρη, είχε και τη δόξα της γενιάς του ασφαλισμένη. Δεν εβάσταξε όμως και πολύ η χαρά του. Ένας σίφουνας εφύσηξε ξαφνικά κ' έδειρε το θεώρατο δέντρο απ' όλες τις μεριές.