United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά δεν είχε τελειωμό. Το κατώγειον επλησίαζε να τελειώση, αλλ' ο Σαϊτονικολής επέμενε να του κτίση και ανώγειον κ' έτσι θα ήρχετο και ο άλλος χειμώνας· και αν αι βροχαί διέκοπτον την εργασίαν, θα ήρχετο και η άνοιξις και ... ζήσε, Μάη μου. Είχεν αποτολμήση προ ημερών να είπη προς τον πατέρα του ότι ήτον αρκετόν το κατώγι, αλλ' ο Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε ν' ακούση τίποτε. Ήξευρε αυτός τι έκανε.

Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κ' ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι κι' άρχισε την κουβέντα: — Καλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή. — Δόξα σοι ο Θεός! — Για κύττα ταστέρια, Στρατή. Σμάρι ταστέρια απόψε. Γεμίσανε τα ουράνια. Κι' όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε. — Λες κ' έχει πανηγύρι στα ψηλά ο Γερο-Θεός.

Εδώ σκοντάφτεις στο δρόμο που περπατάς μέρα μεσημέρι. Όχι στη θάλασσα, στα σκοτάδια και στις καταχνιές. Κι' άρχιζε πάλι ατέλειωτες ιστορίες. Τελειωμό δεν είχε. Εκατό φορές τα είχε πει και ξαναπεί και πάλι άρχιζε ξαναρχής. Και τη Γοργόνα ακόμη και τη Γοργόνα την είχε δει. — Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου. Καθόμουνα απάνω στο κάσσαρο. Ταξιδεύαμε πρίμα. Μια βραδυά χαρά Θεού.

Όχι εμείς μονάχα, αλλ' ούτε ο πατέρας, που είχε ταξιδέψει όλον τον κόσμο, τα ήξερε, ούτε ο δάσκαλος, που είχε διαβάσει όλα τα βιβλία. Και γι' αυτό, το βράδυ, όταν μαζευόμαστε τριγύρω της, η γιαγιά μάς τάλεγε όλα αυτά και άλλα τόσα ακόμα και τελειωμό δεν είχαν. Κ' εμείς της λέγαμε: — Τα είδες με τα μάτια σου, γιαγιά; Κ' εκείνη μας έλεγε: — Τα είδα με τα μάτια μου, όπως σας βλέπω τώρα.

Ο Μόρφος μάλιστα εμισούσε το Ζώη με όλη τη δύναμι της ψυχής του, γιατί κάπου στην ξενητειά μια φορά εφιλονείκησαν για την κοπέλλα κ' επιάστηκαν και ο δυνατώτερος Ζώης έδειρε τον Μόρφο. Τώρα απόφευγε ο ένας τον άλλον για να μην έρθουν στα χέρια και η κοπέλλα ήταν ελεύθερη να διαλέξη από τους δυο. Και η πατινάδες και τα τραγούδια δεν είχαν τελειωμό.

Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι.! Πού είνε η μάννα μου να τα δη όλ' αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ' η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρια μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τάβλεπαν οι δικοί μου! Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν.

Και το συμπέρασμα, πάντα ελπίδα, πάντα παρηγοριά, πάντα πιο καλότυχα υστερνά. Καθώς θυμούμαστε, ήρθε τέλος η βασιλική η συχώρεση. Φτάνουν οι ταχυδρόμοι στην Αντιόχεια με τα νέα, και ανεβαίνει ο Χρυσόστομος στον άμπωνα και με λόγια ολόχαρα σκορπάει του λαού τη θλίψη. Όρια δεν είχε η χαρά τους και τελειωμό δεν είχαν τα πανηγύρια τους.

Και τότε πια θα ησυχάσουν οι πλούσιοι μας ή θα ξενιτευτούν, για να μπορέσουν και τάλλα έθνη να τ' αρρωστήσουν και να τα χώσουν σε κρεβάτια μέσα. Αλήθεια η φιλανθρωπία μας τελειωμό δεν έχει! Ως τόσο, απ' αυτά που είπαμε παραπάνω, από τους κίνδυνους του έθνους, καταλαβαίνετε, πιστεύω, και μονάχοι σας, πού θα ήταν καλλίτερα να μαζεύουνταν και να πήγαιναν τα χρήματά μας.