United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' όπως παγαίνουν σύννεφα πυκνώνε μελισσώνε, που βγαίνουν κι' όλο βγαίνουνε μέσα από κούφια πέτρα, και στοίβες στοίβες στους ανθούς της άνοιξης πετάνε, κι' εδώθες τρέχει ένας σωρός και τρέχει εκείθες άλλος· 90 έτσι σωροί κι' αφτών πολλοί κοπαδιαστοί απ' τα πλοία κι' απ' τις καλύβες τρέχανε στη συντυχιά να πάνε, μπρος στ' ακρογιάλι τ' αψηλό.

Και του χρόνου χωρίς κοιλιά! επρόσθεσεν ο Μουστοβασίλης, εκφέρων διά λογοπαιγνίου την ευχήν «χωρίς σκυλιά», δηλαδή χωρίς Τούρκους. — Αμήν! — Θωρείς τα δα τα λόγια του Τακτικού πώς αρχίσανε να βγαίνουνε; είπεν ο Σαϊτονικολής προς τον παπάν.

Λένε πως και οι πούστηδες εκείν' οι νεανίσκοι βγαίνουνε όλοι ρήτορες κι' από τους εκλεκτούς. Μήπως κ εμείς δεν κάνουμε ίδια δουλειά μ' αυτούς; Η’ ΓΥΝΗ Δεν ξέρω η κακομοίρα• μα γίνονται πολλά κακά εκεί που λείπ' η πείρα. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γι' αυτό κ' εμαζευθήκαμε λοιπόναυτόν τον τόπο, για να προμελετήσουμε, γειτόνισσες, τον τρόπο.

Τα συστήματα που λέμε φαίνουνται μόνο και βγαίνουνε στη μέση, ή όταν ακόμη δε μορφώθηκε καινούρια γλώσσα, σα στον καιρό του Ντάντε που γύρεβε ο καθένας να γράφη λατινικά, ή στα χρόνια που χάθηκαν οι δόξες οι παλιές και που η ποίηση βαστιέται με τη μίμηση μόνο. Παν τα φώτα, παν οι μεγάλες ιδέες, κι ο κόσμος αποχαιρετά όλους τους ήλιους που βασιλέβουν. Κανείς πια δεν κοιτάζει ποίηση και φιλολογία.

Σταίνουν αράδες τ' άλογα, και βγαίνουνε απ' τ' αμάξια, έπειτα βγάζουν τ' άρματα κι' εκεί τ' αφίνουν χάμου, σιμά κι' οι διο, και λίγη γης τους χώριζε στη μέση. 115 Κι' ο Έχτορας τότε έστειλε διο κράχτες μες στη χώρα να φέρουν γλήγορα τ' αρνιά, το γέροντα να κράξουν.

Γιατί ο Πέτρος ήτανε τυφλός κ' η Μαρία είχε δυο μεγάλα, καταγάλανα μάτια σαν το χρώμα τουρανού και σαν το χρώμα του νερού κάτω απ' το φεγγάρι και σαν το χρώμα των γαλάζιων πετραδιών, που βγαίνουνε απ' το σκοτεινά βάθια της γης. Και γι' αυτό τα μάτια της Μαρίας λάμπανε το ίδιο μέσα στο φως και μέσα στο σκοτάδι.

Και ει τι αν είπωμεν θλιβόμενοι, μη αγανακτήσοι το κράτος σου.. . Κατόπι ξαναπαίρνουνε φωτιά και ξεφωνούνε πιο ξέθαρρα. Κι ακούγοντας καινούριες φοβέρες έρχουνται σε τόσο ερεθισμό, που μήτε την αυτοκρατορική παρουσία πια δε σεβάστηκαν, παρά φώναζανΕπαρθήτω το χρώμα τούτο... Άνες το φονεύεσθαι, και άφες κολαζόμεθα. Εδώ βγαίνουνε στη μέση κ' οι Κυανοί, και φωνάζουν προς τους Πράσινους

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Το πράμα είνε δύσκολο• αλλά το κατορθώνουμε πειό εύκολα να γίνη, αρκεί το ένα μπράτσο μας ολόγυμνο να μείνη. Εμπρός λοιπόν τα ρούχα σας σηκώστε τώρα, φίλες, περάστε της Λακωνικές στα πόδια σας αρβύλες, και δέστε όπως είδατε τους άνδρες να της δένουν, όταν στην πόρτα, βγαίνουνε, ή στη Βουλή πηγαίνουν.

Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κ' ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι κι' άρχισε την κουβέντα: — Καλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή. — Δόξα σοι ο Θεός! — Για κύττα ταστέρια, Στρατή. Σμάρι ταστέρια απόψε. Γεμίσανε τα ουράνια. Κι' όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε. — Λες κ' έχει πανηγύρι στα ψηλά ο Γερο-Θεός.

Ψεύτικο λουλούδι βαμμένο με δανεισμένες θωριές, όχι σαν το βότανο που φυτρώνει στα φυλλοκάρδια σας κι ανθίζει στα χείλη σας, που μοσκομυρίζει και με γλυκομεθάει αυτή την ώρα. Δε λέγω πως δεν τάχετε και σεις ταγκαθάκια που βγαίνουνε γύρω στα τριαντάφυλλα. Γυναίκες δε θα είσαστε δίχως αυτά.