United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση.

Πολλούς δε του έτους μήνας διατριβών κατά την εκεί φιλάγραυλον συνήθειαν εις την εξοχήν και πολλάκις κατά τας μακράς του φθινοπώρου εσπέρας, ενώ έρπον οι κοχλίαι επί των γυμνωθέντων κλημάτων και εφύοντο υπό τας καστανέας οι αμανίται, παρακαθήμενος εις την πυράν των τρυγητών, παρ’ ων άλλο δεν ήκουον ειμή μόνον θαύματα αγίων εικόνων, δραπετεύσεις βρυκολάκων εκ του τάφου και ψυχών εκ του καθαρτηρίου, είχον καταντήσει διά της αγροτικής εκείνης επιμιξίας οπωσούν δεισιδαίμων• τον δε Πάπαν, ον ήκουον ανοιγοκλείοντα την θύραν του Παραδείσου, φιλικώς συναναστρεφόμενον μετά του Αγ.

Και του χρόνου χωρίς κοιλιά! επρόσθεσεν ο Μουστοβασίλης, εκφέρων διά λογοπαιγνίου την ευχήν «χωρίς σκυλιά», δηλαδή χωρίς Τούρκους. — Αμήν! — Θωρείς τα δα τα λόγια του Τακτικού πώς αρχίσανε να βγαίνουνε; είπεν ο Σαϊτονικολής προς τον παπάν.

Πέτε μας τα ονόματά σας! — Ημείς είμαστε... ήρχισεν ο μπάρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν. — Μπα! αυτή είνε η φωνή του αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εκτείνας την φωνήν·Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε. — Τόσο καλλίτερα...μας έβγαλαν κι' από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.

Είπαν γουν τινες ότι το πορφυρογέννητον εκείνο νήπιον το είχαν αρπάσει Αθίγγανοι και το ανέθρεψαν, και εμεγάλωσεν εις μέσον τους μη γνωρίζοντας τους γονείς του, και όλον τούτο έγεινε διά τας αμαρτίας του βασιλέως, διά να παιδευθή εις αυτόν τον πρόσκαιρον κόσμον, και ν' αποφύγη εις τον άλλον την αιώνιον κόλασιν, οπού υπήγε να προσκυνήση τον αντίθεον Πάπαν.

Ας αφήσωμεν τους αστεϊσμούς, επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δεν είνε αστεϊσμοί, είπεν ο Τρανταχτής. — Ομιλείς σπουδαία; — Βέβαια. — Λέγε λοιπόν καθαρά τότε. — Καθαρά όπως αυτό το ποτήρι. — Έμαθες αληθώς ότι θα έλθη; — Ναι. — Από πού λοιπόν το έμαθες; — Σοι είπα, από τον Πάπαν. Ο Σκούντας εμόρφασεν ανυπομόνως.

Σύρεται εις το παράδοξον εκείνο κτίριον το προβάλλον ως πρόσωπον σφιγγός την πρόσοψίν του την γριφώδη, ήτο έν μεταγενέστερον πενιχρόν παρεκκλήσιον, τιμώμενον επ' ονόματι της Αγίας Μάρτυρος Αναστασίας. Εκεί είχα συναντήσει προ είκοσιν ετών την εξαδέλφην μου Μαχούλαν. Περί τα τέλη του φθινοπώρου, είχεν υπάγει ομού με ένα παπάν, διά να λειτουργήση τον ναΐσκον.

Αλλ' οι μάλλον κατά του Αγίου Πατρός εξηγριωμένοι ήσαν οι ιερείς άνευ παροικίας, οι ηγούμενοι άνευ μοναστηρίων, οι καγκελάριοι και κοντόσταυλοι, δι' ους δεν υπήρχε πλέον τόπος εις την αυλήν, οι παράσιτοι οι διωχθέντες του παπικού μαγειρείου, και έτι μάλλον οι μαστροποί και οι κουρείς, οίτινες δεν ηδύναντο να εννοήσωσι διατί απεκλείοντο των Ανακτόρων, ενώ η τε συνήθεια και η παράδοσις επέταττον εις τον Πάπαν το ξύρισμα και την γυναικοκρατίαν.

Συνήθειαν είχον αι γερόντισσαι ποιμενίδες του βουνού, όταν νεωτέρα τις μεταξύ τούτων εγέννα βρέφος εν καιρώ χειμώνος, εις το καλύβι, στα βουνά επάνω, και ο χειμών ήτο σφοδρός, όπως εφέτος, επειδή θα ήτον μεγάλος κόπος διά τον παπάν ν' ανέλθη να δώση την συνήθη ευχήν εις την λεχώνα, να γεμίζουν έν αγγείον νερόν, ή από το αγίασμα των Ταξιαρχών ή από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλίου, κατά το κατώμερον εις το οποίον έβοσκαν ή εκατοικούσαν αι οικογένειαι των αγροδιαίτων, και να το πηγαίνουν εις τον παπάν, κάτω εις την χώραν.

Αλλά δεν είνε παράξενον, μοι φαίνεται, επανέλαβεν ο Τρανταχτής, να το έμαθα από τον Πάπαν, αφού αυτός, διά τον οποίον ομιλούμεν, είνε καρδινάλιος. — Το ειξεύρω. — Και από τον καρδινάλιον έως τον Πάπαν δεν είνε, μοι φαίνεται, μεγάλη απόστασις. — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' ας είνε, εγώ σοι λέγω ότι το έμαθα από τον θαλαμηπόλον του. — Και τον γνωρίζεις; — Είνε φίλος μου.