Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση.
Ήλθαν φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με έλαιον, και πρόσφορα και μικράς φιαλίδας με &νάμα&, ή οδηγούσαι ονάρια με τα σάγματα επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά.
Σου φέρνουν ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή... Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελλίου. — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον.
Και πού πάλιν η ασπρούδαις, η μικραίς, η κάτασπραις ασπρούδαις, τας οποίας όλον τον χειμώνα συνετήρει η Θωμαή, αποκρεμώσα αυτάς, ανά ζεύγη, από της μεγάλης του προδόμου του οίκου της δοκού, μαζί με της ολόμαυραις μαυροκορούναις, από τας οποίας εκθλίβεται το άγιον νάμα της θείας Μυσταγωγίας. Όλα εξηφανίσθησαν πλέον και μετ' αυτών η Θωμαή, η καλή, η φιλάμπελος εκείνη και φιλόκαλος δέσποινα.
Η μεταξύ του συζύγου και της καπνοσύριγγός του σιωπηλή σκηνή, ήτο ωσάν μία αποκάλυψις δι' αυτήν, αποκάλυψις θεία· ωσάν την στιγμήν εκείνην να επότισαν την διψασμένην, την ξηράν καρδίαν της με νάμα δροσοβόλον, ουρανόσταλτον . . . Έβλεπεν, έβλεπε και μόλις ετόλμα ν' αναπνεύση. Ήθελε τώρα να ορμήση, ήθελε να φωνάξη, αλλ' έσχε την δύναμιν να κρατηθή.
Συνήθειαν είχον αι γερόντισσαι ποιμενίδες του βουνού, όταν νεωτέρα τις μεταξύ τούτων εγέννα βρέφος εν καιρώ χειμώνος, εις το καλύβι, στα βουνά επάνω, και ο χειμών ήτο σφοδρός, όπως εφέτος, επειδή θα ήτον μεγάλος κόπος διά τον παπάν ν' ανέλθη να δώση την συνήθη ευχήν εις την λεχώνα, να γεμίζουν έν αγγείον νερόν, ή από το αγίασμα των Ταξιαρχών ή από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλίου, κατά το κατώμερον εις το οποίον έβοσκαν ή εκατοικούσαν αι οικογένειαι των αγροδιαίτων, και να το πηγαίνουν εις τον παπάν, κάτω εις την χώραν.
Πώς να υπάγη μόνη, οπού ήτο γνωστή εις την γειτονιάν, οπού είχε φιλίαν με τον Παπά-Χρήστον, γιατί του έστελνε κάθε Σαββατοκύριακο πρόσφορα και νάμα, οπού ήθελε να ίσταται εξαιρετικώς, μόνη αύτη εκ των γυναικών, δεξιά, παρά την θαυματουργόν εικόνα των αγίων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, και να δίδη συχνά, κατά την διάρκειαν της θείας λειτουργίας κηρία εις τον παπά-Χρήστον, να τα ανάπτη εις την αγίαν Προσκομιδήν.
Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι με βόμβυκας και με θυσσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια.
Ήτο το ρεύμα της Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι υδρεύοντο το πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο από το δροσερόν νάμα του. Εκεί αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το παλαιόν φρούριον, το οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών φωλεά και λάρων ορμητήριον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν