United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πλήθος ανεγνώρισε τον Αυγουστιανόν εκ του πλουσίου χιτώνας του και πάραυτα κραυγαί αντήχησαν: «Θάνατος εις τον Νέρωνα και εις τους εμπρηστάς τουΕκατοντάδες βραχιόνων ετείνοντο απειλητικαί κατά του Βινικίου. Αλλ' ο ίππος του φοβισμένος έτρεχε μακρύτερα, ποδοπατών τους εφορμώντας και νέον κύμα καπνού εβύθισε την οδόν εις το σκότος.

Τούτο διήρκεσεν επί δέκα περίπου λεπτά, κατά τα οποία ασφαλής εφαίνετο η έκβασις του αγώνος. Τι όμως ήσαν εκατοντάδες τινές νεκρών, ενώ εις μυριάδας ανήρχοντο οι περικυκλούντες αυτούς εχθροί; Μετ' ολίγον αντήχησαν γαυγύσματα, ομοιάζοντα μάλλον προς γοερόν παράπονον ή αλαλαγμόν θριάμβου.

Έπειτα άρχισε να περιγράφει το ναό και τα ανάκτορα του Βασιλιά Σολομώντα. Ο Τσουανατόνι αποκοιμήθηκε κι εκείνος ανιστορούσε ακόμη. Έξω τα καλάμια θρόιζαν τόσο βίαια που έμοιαζε να δίνουν μάχη. Την αυγή, βγαίνοντας από την καλύβα ο Έφις είδε πράγματι εκατοντάδες από αυτά να κρέμονται σπασμένα, με τα μακριά φύλλα τους σκορπισμένα καταγής σαν σπασμένα σπαθιά.

Αλλ' εάν ο κρημνώδης δρομίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειάζετο σχεδόν ημίσεια ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νυξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.

Εν τοσούτω τα βέλη εσύριζον αδιακόπως και μετ' ολίγον παν ό,τι έζη κατέπεσε με τους τελευταίους σφαδασμούς της αγωνίας. Τότε εις το στάδιον ώρμησαν εκατοντάδες δούλων ωπλισμένων με αξίνας, με πτυάρια, με σάρωθρα, με χειραμάξια με κάνιστρα διά να συλλέξουν και αποκομίσουν τα πτώματα και σπλάγχνα. Έφερον δε και σάκκους πλήρεις άμμου.

Ήτο το ρεύμα της Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι υδρεύοντο το πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο από το δροσερόν νάμα του. Εκεί αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το παλαιόν φρούριον, το οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών φωλεά και λάρων ορμητήριον.

Κατόπιν επήλθον τα όργια της λύσσης, αι σφαγαί και οι εμπρησμοί και αι αιχμαλωσίαι, όχι μόνον εις τας οδούς και τας αγοράς και εις των Χριστιανών τας οικίας, αλλά και υπό τας σημαίας των Προξενείων, και επί αυτών έτι των ευρωπαϊκών πλοίων, από των οποίων εκατοντάδες φυγάδων ηρπάγησαν και εσφάγησαν. Αλλά ταύτα μετέπειτα τα επληροφορήθην.

Πράγματι τα νέα ήσαν καλά. Εν πρώτοις ο Γλαύκος, ο ιατρός, εγγυάτο διά την ζωήν της Λιγείας, αν και αύτη είχε τον πυρετόν των φυλακών, εκ του οποίου απέθνησκον καθ' εκάστην εκατοντάδες ανθρώπων εις το ενδόμυχον του δεσμωτηρίου και αλλαχού.

Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνους της, έμελπον τρελλά τραγούδια . . . Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου . . . Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μου έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακόκκινων, ο Μορφεύς ήλθε και μ' εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον.