United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το απροσδόκητον φαινόμενον διήρκεσεν επί πολλήν ώραν, μεθ' ο κατενόησεν ο Αμπελογιάννης ότι είχεν απορροφήση πάντα τα νάματα του καταπληκτικού Αχελώου μέχρι παντελούς αποξηράνσεως. Εγερθείς του ύπνου προς ουδένα έφρασε την οπτασίαν, αλλ' αύτη επί τρεις κατά συνέχειαν νύχτας επανήλθε και σπουδαίαν ενεποίησε τότε εντύπωσιν εις την παράθερμον του νεανίου διάνοιαν.

Αλλ' όλη όμως αύτη η φαντασμηγορία ολίγα μόνον δευτερόλεπτα διήρκεσεν. Ο Περδίκης έβαλε βραγχώδη κραυγήν, μίαν μόνην και μονοσύλλαβον· Και εξήλθε της αιθούσης. — Κύριε Περδίκη, κύριε Περδίκη! — Δικός σας είνε ο πρώτος; — Σας συγχαίρομεν! — Και εις άλλα! — Σταθήτε δα! — Μη λησμονήσετε την προίκα του κοριτσιού.

Και, ότε μεν επροχώρει ο στρατός των Αθηναίων, υπεχώρουν, ότε δε ανεχώρει, επετίθεντο. Το είδος τούτο της μάχης, η οποία συνίστατο εις διώξεις και υποχωρήσεις, διήρκεσεν επί πολύ, και κατ' αμφοτέρας τας περιπτώσεις οι Αθηναίοι εφάνησαν υποδεέστεροι.

Και ο Μανόλης έκρινε φρόνιμον ναπέλθη μεθ' όσης σπουδής απεμακρύνθη από τον τάφον ο ιμάμης. Αλλ' η ελπίς του ότι θα ηδύνατο να συνεχίση το διακοπέν παιγνίδι δεν διήρκεσεν επί πολύ. Όταν την επιούσαν διήλθε προ της οικίας του Θωμά, εύρε τον γέροντα εγκαθιδρυμένον υπό την συκαμινέαν, ήτις εσκίαζε τα πρόθυρα, και πλέκοντα καλάθια.

Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος δεκαπέντε ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε με τόσην ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν τρεις χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους αγνωρίστους εις τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην.

Η ένοπλος αύτη αγρυπνία διήρκεσεν οκτώ όλα ημερονύκτια, μέχρις ου περί τας αρχάς της ενάτης νυκτός η δήθεν μακαρίτις έκρινεν εύλογον να κινηθή και ν' αποτείνη τον λόγον εις τον ακοίμητον αυτής φύλακα.

Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας, περί το εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ' ικανώς μακράν πορείαν, διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον οικοδεσπότην. — Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια. — Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν ηδυνάμην ότε να εξηγήσω.

Έφυγες χωρίς να μας πης τίποτε, πατέρα, είπεν ο Βούγκος. — Έπρεπε να πάρω θέλημα από σας; είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Δεν ειξεύραμεν πού ευρίσκεσαι. — Ήτον ανάγκη να ξεύρετε; Εγώ πήγα εις την δουλειά μου. Και ουδείς πλέον ετόλμησε να είπη λέξιν. Η δευτέρα απουσία του Γύφτου διήρκεσεν άλλαις τρεις ημέραις. Και πάλιν ο Μάχτος, παρά πάσας τας υπονοίας του δεν εθάρρησε να είπη τι εις την Αϊμάν.

Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά! φύγωμεν! φύγωμενΚαι η ώρα εκείνη αν ήτο στιγμή φόβου και αγωνίας, αν ήτο στιγμή συντελείας και φρίκης, αλλ' ήτο αιών ευδαιμονίας. «Φύγωμεν, Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά, φύγωμεν! φύγωμεν!» Η σκηνή αύτη δεν διήρκεσεν εν τούτοις πλέον στιγμών τινων. Ο Θευδάς, όστις είχεν εξέλθει έντρομος εκ του σπηλαίου, απεμακρύνθη δέκα βήματα, και στραφείς έβλεπεν εις την θύραν.

Ο νέος εν τη συνειδήσει του ουδένα λόγον αναβολής εύρισκεν, όπως μη ανακοινώση και σήμερον προς την Αϊμάν τους φόβους, ους έτρεφεν από τοσούτου χρόνου. Αλλ' οπόσον επεθύμει να ήτο εύλογος η τοιαύτη αναβολή! Η απουσία του πατρός του διήρκεσεν επί δύο ημέρας. Ο Μάχτος ήτο εις τα βασανιστήρια, άνευ ουδεμιάς υπερβολής.