United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έθεσεν εντός καλάθου τα εφόδια του ταξειδίου, είπεν εις την γυναίκα του να ετοιμάση μίαν γουνίτσαν μ' έν κυλιμάκι μαζί, και ητοιμάζετο, αφού κοιμηθή ολίγον και ξεκουρασθή, να εξέλθη και μισθώση αχθοφόρον, ίνα μεταφέρη τα πράγματα εις τον σταθμόν του σιδηροδρόμου, εις Μοναστηράκι. Την εσπέραν εκείνην θ' ανεχώρει το πρώτον ατμόπλοιον διά την πανήγυριν της Τήνου.

Και σπογγίσασα ένα δάκρυ, διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά τας Αθήνας ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι, εψιθύρισεν: — Έρμη Αθήνα! . . . Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν.

Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο, και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς, χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ' εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.

Επειδή δε οι Αθηναίοι υποκώφως εθορυβούσαν κατά του Κλέωνος διατί τάχα αυτός δεν ανεχώρει αμέσως, αφού η επιχείρησις του εφαίνετο εύκολος, ο Νικίας, πειραχθείς διά τον σαρκασμόν του Κλέωνος, απεκρίθη ότι οι στρατηγοί του επέτρεπαν να λάβη όσας ήθελε δυνάμεις και να επιχειρήση την προσβολήν.

Και, ότε μεν επροχώρει ο στρατός των Αθηναίων, υπεχώρουν, ότε δε ανεχώρει, επετίθεντο. Το είδος τούτο της μάχης, η οποία συνίστατο εις διώξεις και υποχωρήσεις, διήρκεσεν επί πολύ, και κατ' αμφοτέρας τας περιπτώσεις οι Αθηναίοι εφάνησαν υποδεέστεροι.

Αφού δε διέτριβεν εκεί ένα μήνα ή και περισσότερον, ανεχώρει επαναλαμβάνων την Σκυθικήν ενδυμασίαν. Έπραττε δε τούτο πολλάκις, και έκτισεν οικίαν εις την πόλιν των Βορυσθενειτών όπου είχε νυμφευθή γυναίκα εγχωρίαν. Επειδή όμως ήτο πεπρωμένον να πάθη κακόν, ιδού εκ ποίας αιτίας προήλθε το κακόν. Επεθύμησε να μυηθή τα μυστήρια του Διονύσου, και ενώ έμελλε να αρχίση την τελετήν εγένετο μέγα θαύμα.

Τώρα λοιπόν, διότι ηξεύρεις εκείνο, το οποίον ήλθα να σου αναγγείλω, χαίρε και προσπάθησον να υποφέρης όσον το δυνατόν γενναιότερον εκείνο, το οποίον δεν ημπορείς ν' αποφύγης. Και συγχρόνως, αφ' ού εδάκρυσεν, εγύρισεν από το άλλο μέρος και ανεχώρει.

Όταν δε ο γέρων τον εκάλει διά να του δίδη γεωργικάς συμβουλάς, ανεχώρει κατεχόμενος υπό τοιούτου ερεθισμού, ώστε δεν έβλεπε· και επροχώρει βλασφημών και ξεθυμαίνων κατά των ζώων τα οποία συνήντα καθ' οδόν.

ΚΡΑΤ. Επεριποιούντο ο είς τον άλλον χάριν της κληρονομίας, διότι ήσαν ομήλικοι και τας διαθήκας των συνέταξαν φανερά• και ο μεν Μοίριχος άφινε τον Αριστέα κληρονόμον, εάν θ' απέθνησκε προ αυτού, τον Μοίριχον δε ο Αριστέας, εάν αυτός ανεχώρει προτήτερα. Αυτά έγραφαν και συνηγωνίζοντο εις τας κολακείας και τας περιποιήσεις.

Μετά το κωμικόν τούτο πάθημα, διέκοψεν επί μακρόν πάλιν τας προς τους ανθρώπους σχέσεις του. Οσάκις δε κατέβαινε διά να μεταλάβη, δεν εχρονοτρίβει πλέον εις την αυλήν, αλλ' αμέσως ανεχώρει. Εις την ερημίαν η φαντασία του είχε προσωποποιήσει τα πάντα και σχηματίσει κόσμον χιμαιρικόν, εις τον οποίον δεν ησθάνετο την μόνωσιν. Εις τον κόσμον εκείνον μάλιστα ευρίσκοντο καί τινες των χωριανών του.