United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φθάνοντας λοιπόν εις το Μπαγδάτι επήγεν ευθύς εις τον τόπον, όπου εσυνάζουνταν οι πραγματευτάδες μήπως και ιδή εκείνον που εφιλοδώρησεν εις την Μπάσραν, διά να του διηγηθή τες δυστυχίες του· όμως εθλίβη κατά πολλά, που δεν ημπόρεσε να τον ιδή· εγύρισεν όλην την χώραν μα δεν εστάθη τρόπος, που να ημπορέση να τον συναπαντήση.

Με όλον που τούτη η ομιλία του βεζύρη ήθελεν έχει κάποιον τι αληθινόν, ο βασιλεύς όμως με το να ήτον πολλά τρωμένος από την αγάπην, δεν ήθελε να χάση την γνώμην που είχε διά την Κυράν, αλλά εγύρισεν εις το παλάτι του με απόφασιν, που να φυλάξη διά πάντα μίαν ζωντανήν και εγκαρδιακήν ενθύμησιν δι' αυτήν.

Όταν εκείνος ο βασιλεύς είδε τέτοια ψάρια, εθαύμασεν διά τα ωραία χρώματά των. Και αφού τα εκύτταξεν αρκετά, επρόσταξε τον βεζύρην του διά να τα δώση εις τον αρχιμάγειρόν του να τα μαγειρεύση. Ο βεζύρης ευθύς έβαλε την προσταγήν του εις έργον, και επήγεν ο ίδιος εις τον αρχιμάγειρον· έπειτα εγύρισεν εις τον βασιλέα, ο οποίος του λέγει να φιλοδωρήση τον ψαράν πλουσιοπάροχα.

Ένα πρωί τέλος πάντων είδα στην εφημερίδα ότι εγύρισεν ο συνταγματάρχης από την Θεσσαλίαν κ' ετράβηξα ολόισια εις το σπήτι του. Ήταν δέκα η ώρα και τον ευρήκα ακόμη εις το στρώμα, μακάριο και ροδοκόκκινο, με κεντητό φεσάκι απάνω στη φαλάκρα του. Απόπινε τον καφέ του κ' έπαιζε μ' ένα γάτο. Εφάνηκε σαν να δυσκολεύεται να με γνωρίση, και δεν είχε και πολύ άδικο.

Τότε εφούσκωσεν η θάλασσα και εσκέπασε το βουνόν έως εις τα θεμέλια του ναού· και ιδού είδα το πλοιάριον με έναν άνθρωπον που εκούπιζε και ήρχετο προς εμέ και εγώ ευθύς εμβήκα εις το πλοιάριον και ο άνθρωπος εκείνος ο μπρούντζινος εγύρισεν οπίσω και εκούπιζε με βίαν και χωρίς να ομιλήσω παντελώς εχαιρόμουν, που το όνειρον αλήθευσεν εις όλα.

Μόνον, άμα εισήλθεν η Αμέρσα, η Κρινιώ, ως να ήκουσε τον μικρόν θρουν αμυδρώς μέσα εις τον ύπνον της, εκινήθη ηρέμα, εστέναξε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν, χωρίς άλλως να εξυπνήση. Αλαφροΐσκιωτη! τω όντι.

Η Βασιλοπούλα εγύρισεν εις το παλάτι της πολλά ευχαριστημένη, και δεν έβλεπε την ώραν πότε να απολαύση το ποθούμενον επειδή και τότε της ήλθε εις τον νουν η μεγάλη ωραιότης εκείνου του Βασιλοπούλου που είδεν εις τον ύπνον της, διά το οποίον όλην εκείνην την ημέραν ευρίσκονταν ανήσυχη, και ούτε την νύκτα μίαν στιγμήν δεν ημπορούσε να αναπαυθή.

Εφοβείτο μήπως η προ πέντε ημερών πεσούσα χιών είχε σπάσει τίποτε κλωνάρια από τα ελαιόδενδρα, κ' επήγεν ως εκεί διά να ίδη και βεβαιωθή, ας ήτο και νυξ φθάσασα εκεί, εβεβαιώθη ότι δεν είχε γείνει ζημία τις από την χιόνα, και μείνασα ευχαριστημένη, εγύρισεν εις τον δρόμον της χαμηλότερα διά του ρεύματος, κ' έφθασεν εις τον μύλον, χωρίς να περάση από την Παναγίαν την Κεχρεάν.

Οπόταν δε ο βεζύρης τον είδεν εις αυτήν την κατάστασιν, έκαμε και τον εμετάβαλαν εις το κιβούρι, και κλείοντάς τον καλά, εγύρισεν εις το σαράγι του, και το ταχύ επήγεν εις τον βασιλέα του διά να του διηγηθή τα όσα έκαμεν. Ο βασιλεύς που δεν ήτο ολιγώτερον σκληροκάρδιος από τον βεζύρην του, επήνεσε τα όσα έκαμε και ύστερον του λέγει.

Τώρα λοιπόν, διότι ηξεύρεις εκείνο, το οποίον ήλθα να σου αναγγείλω, χαίρε και προσπάθησον να υποφέρης όσον το δυνατόν γενναιότερον εκείνο, το οποίον δεν ημπορείς ν' αποφύγης. Και συγχρόνως, αφ' ού εδάκρυσεν, εγύρισεν από το άλλο μέρος και ανεχώρει.