Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Σεπτεμβρίου 2025


Οι δε Βοιωτοί στήσαντες τρόπαιον, συνάξαντες τους νεκρούς των, σκυλεύσαντες τους νεκρούς των εχθρών και καταλιπόντες φρουράν ανεχώρησαν εις την Τανάγραν και εσχεδίαζαν να προσβάλουν το Δήλιον. Κήρυξ δε πεμφθείς εκ μέρους των Αθηναίων, διά να ζητήση τους νεκρούς, συνήντησε καθ' οδόν Βοιωτόν κήρυκα, ο οποίος τον εγύρισεν οπίσω ειπών ότι τίποτε δεν θα έπραττε πριν αυτός επιστρέψη πάλιν.

Ο βασιλεύς τότε εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν· ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός είνε ένα κακοποιόν τελώνιον πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με γελά, μα διά να μη σε βλάψη θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την λέγης εις όλον το διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες πλάτες του, και με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να σε βλάψη.

Είπε καιτα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.

Ύστερ' από δυο τρεις εβδομάδες εγύρισεν οπίσω χωρίς να τον περιμένω. Μα άλλος επήγε, και άλλος εγύρισε! Πού επήγε, τι έκαμε, λόγο δεν μας είπε. Μόνον, άμα ήλθεν, έπεσε στο στρώμα με την θέρμη. Ήτανε Γενάρης. — Δεν σου το είπα, παιδί μου, να μη ταξειδεύσης μέσ' στον χειμώνα: Να που αρρώστησες πάλι! — Κάλλιο ν' απέθνησκα από τον χειμώνα, μητέρα, παρά να πάθω ό,τι έπαθα!

Όταν εγύρισεν εδώ ο υιός του Αχιλλέως ο Νεοπτόλεμος, εσυγχώρησα τον πατέρα σου, επαρακαλούσα όμως εκείνον να παραιτηθή από σε, και του διηγήθην τας δυστυχίας μου, και την συμφοράν που με παρηκολούθει. Του εξήγησα ότι μόνον από την οικογένειάν μου γυναίκα θα ημπορούσα να πάρω και όχι από ξένην οικογένειαν, αφού ήμουν φυγάς από το σπίτι μου.

Ο βασιλεύς ακούοντας έτσι, τίποτε δεν απεκρίθη αλλά ευθύς εγύρισεν εις το παλάτι του, και εφανέρωσε της θυγατρός του τα όσα ο Δερβύσης του είπε, και την επαρακίνησε, να ξαναπάγη προς αυτόν, επειδή και έχει ελπίδες με την αγιότητά του να της βγάλη από την φαντασίαν το μίσος που έχει προς τους ανθρώπους.

Ο βασιλεύς, ακούοντας τοιαύτην παράδοξον διήγησιν, έλαβεν μεγάλην περιέργειαν να ιδή οφθαλμοφανώς το συμβεβηκός, και παρευθύς έπεμψεν εις αναζήτησιν του ψαρά· και όταν επαρουσιάσθη έμπροσθέν του λέγει του· ημπορείς να μου φέρης άλλα τέσσαρα ψάρια παρόμοια με τα πρώτα; και θέλω σε φιλοδωρήσει αρκετά· απεκρίθη ο ψαράς είμαι έτοιμος εις τας προσταγάς της βασιλείας σου· όμως πρέπει να μου δώσης τρεις ημέρας διορίαν· και λαμβάνοντας άδειαν επήρε τα δίκτυά του, και ανεχώρησε διά νυκτός προς την λίμνην και ψαρεύοντας παρομοίως ως και πρότερον εγύρισεν ευθύς με τα ψάρια προς τον βασιλέα.

Δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις τον ζωντανόν πόνον που έλαβεν ο βασιλεύς της Κίνας, διά την υστέρησιν της γυναικός του και των παιδιών του, που τόσον αγαπούσεν· αν αυτός έχανε τον πόλεμον, και αν ήθελε πέση εις τα χέρια των εχθρών, δεν του ήθελε είνε τόσον μεγάλη η θλίψις ωσάν εκείνη· μάλιστα από την υπερβολικήν του θλίψιν εκατάκοψε το πρόσωπόν του, και έβαλε χώμα εις το κεφάλι του, και έκαμε τόσα καμώματα παράξενα από την θλίψιν του, που εφαίνονταν ωσάν ένας ξεμυαλισμένος, και όλος περίλυπος εγύρισεν εις την καθέδραν του, και εκεί λέγει του βεζύρη του.

Μα έμεινεν εκστατική οπόταν της είπαν πως ο μέγας Δερβύσης της εμπόδιζε το έμπασμα προς αυτόν. Η βασιλοπούλα εγύρισεν ευθύς θυμωμένη εις το παλάτι της εναντίον του, διά την καταφρόνησιν που της έκαμε, και επήγε και το εκλαύθη του πατρός της.

Ο δε βασιλεύς ευρισκόμενος εις το κυνήγι, οπόταν έλαβε την χαροποιάν είδησιν εγύρισεν ευθύς εις το παλάτι του διά να ιδή το βρέφος και βλέποντάς το εις τα χέρια της μητρός του, η οποία εκάθονταν σιμά εις μίαν μεγάλην φωτιάν, το επήρεν εις τες αγκάλες του, και αφού το εφίλησε πολλές φορές το εξανάδωσε της μητρός του.

Λέξη Της Ημέρας

θεολογικοί

Άλλοι Ψάχνουν