United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς εμπήκα, μου επαρουσιάσθη εξαίφνης η μορφή σας, Καρολίνα! τόσον ιερά τόσον θερμή! Καλέ Θεέ! η πρώτη ευτυχής στιγμή πάλιν. Αν με εβλέπετε, καλή μου, μέσα στο πλήθος των διασκεδάσεων! Πώς αποξηραίνονται αι αισθήσεις μου· καμμιά στιγμή με ματωμένη την καρδιά, καμμιά μακαρίαν ώρα! τίποτε!

Εν τω μεταξύ ο κυρ-Μοναχάκης, μαθών εις τίνα ανήκεν η κλαπείσα λέμβος, επαρουσιάσθη περίλυπος εις την οικίαν του πλοιάρχου. Ο κυρ-Μοναχάκης αυτό ίσα-ίσα επεθύμει, να υπάγη με την σκαμπαβίαν. Εφοβείτο να μείνη εν αγωνιώδει προσδοκία εις την πολίχνην, και του εφαίνετο ότι, αν ελάμβανε μέρος εις την καταδίωξιν, διά του αντιπερισπασμού τούτου ηπιώτερον θα ησθάνετο τον πόνον του.

Άμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην. — Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξε με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν. Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα. — Πούαυτόν τον κόσμο, θεια Χαδούλα; ηρώτησε.

Ο ατυχής Βράγγης έχων την γλώσσαν έξω των χειλέων κρεμαμένην, επαρουσιάσθη προς αυτόν και τω μετεβίβασε την παραγγελίαν του κυρίου του. Ο Λιμπέρης, ου μόνον δεν δυσηρεστήθη διά το αίτημα, αλλ' εμακάρισεν εαυτόν διότι τόσον μικρόν πράγμα εζήτουν παρ' αυτού.

Αλλά επαρουσιάσθη ο μυλωθρός έδωσε ένα γενναίο κλώτσο· ο άλλοςέξω απ' την πόρτα καιτο βουνό επάνω εις τας αιγάγρους, που αυτός ο Ρούντυ τώρα θα σημαδεύη και όχι την Μπαμπέττα μας!» — Αλλά τι ωμίλησαν, τι είπαν; ηρώτησε η γάτα της κουζίνας.

Το γεγονός της ημέρας εις το χωριό ήτο η εμφάνισις του υιoύ του Σαϊτονικολή, αγνώστου σχεδόν μέχρι τούδε, όστις ούτω επαρουσιάσθη έξαφνα, μίαν Κυριακήν του 1863, δεκαοκτώ ετών, ανδρούκλακας ως εκεί πάνω, με ανάπτυξιν καταπληκτικήν. Του διαόλου το Σαϊτονικολή, γυιό που τον έκαμε! Είδες μπόι, είδες πλάτες; Και τι έχει να γίνη ακόμη όσο ναντροπατήση!

Ο βασιλεύς έβγαλε τα φορέματά του, και άρχισαν οι αγύρται να τον ενδύουν τάχα με τα νέα, το έν κατόπιν του άλλου· ο δε βασιλεύς εγύριζε και εγύριζε και έβλεπεν εις τον καθρέπτην. — Ωραία φορέματα! πηγαίνουν εξαίρετα, έλεγαν όλοι. Τι σχέδιον, τι χρώματα! Ιδού φόρεμα μίαν φοράν! Ο αυλάρχης εν τούτοις επαρουσιάσθη και εψιθύρισεν εις την αυτού Μεγαλειότητα ότι είναι ώρα διά την τελετήν.

Ο Καραϊσκάκης επαρουσιάσθη εις τον Μαυροκορδάτον, Διευθυντήν τότε της Δυτικής Ελλάδος, και εζήτει επιμόνως να διορισθή εις την επαρχίαν των Αγράφων, αλλά το πρόβλημά του δεν εισηκούσθη.

Ήσαν ορφαναί, και είχον ανατραφή εις άλλον τόπον, αν και κατήγοντο απ' αυτό το μέρος. Ευρέθησαν χωρίς προστάτην, και όταν επαρουσιάσθη διά την Σοφίαν ανέλπιστος γαμβρός, παραπάνω από εξήντα χρόνων, καλοκαμωμένος και ακμαίος, ο Μανώλης του Αγάλλου, αυτή τον επήρεν, αν και δεν τον ήθελε. Τι να κάμη; Φτώχεια, ορφάνια, ερημία.

Στοχαστήτε όλον εκείνο που ο νους σας ημπορεί να καταλάβη πλέον ένδοξον, πλέον πλούσιον, και πλέον ωραίον, που ημπορεί να είνε· και ας είστε βέβαιοι, πως τίποτε δεν ημπορεί να παρομοιάση με εκείνο που επαρουσιάσθη εις την θεωρίαν μου. Είδα ένα παλάτι κτισμένον από ένα μέταλλον από χρώμα γαλάζιον, που μου ήτον αγνώριστον.