United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά δεν έφθανεν η ποδιά του οθονίου διά να συγκαλύψη όλα τα μαγικά, καθώς έκειντο σκόρπια επί της μικράς τραπέζης, όθεν βιαίως ετράβηξε το τραπεζομάνδηλον προς το μέρος της, διά να κάμη μακροτέραν την κρεμαμένην άκραν πλην τότε έγεινε μικρός θόρυβος, τα σκληρά αντικείμενα εκρότησαν, και δύο πεθαμμένα κόκκαλα σπρωχθέντα αποτόμως, έπεσαν μετά κρότου εις το σανιδένιον πάτωμα.

Καθ' όλον αυτό το διάστημα οι τρεις άλλοι άγνωστοι χωροφύλακες ίσταντο άφωνοι εγγύς της θύρας, βλέποντες μετά προσοχής και περιεργείας την άνω αυτής κρεμαμένην μεγάλην χαρτίνην εικόνα, παριστάνουσαν διά ζωηρών ερυθρών και μαύρων χρωμάτων τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, επτά ωχράς ψυχάς εχούσας εν τω μέσω επί της καρδίας ενθρονισμένον μαύρον βασιλικόν δαίμονα.

Ο φαιδρός και πρόθυμος πάντοτε Γιαννάκης, ο υιός του πλοιάρχου, αλλαγμένος γαλάζιαν βλούζαν, εκτελεί χρέη καμαρώτου, παθόντος εκ ναυτίας του τοιούτου και κοιμωμένου ακόμη, και ανάψας κηρίον και θέσας πυρ μετά θυμιάματος εις το ορειχάλκινον στιλπνόν θυμιατήριον, θυμιά πρώτον ευλαβώς την εικόνα του Αγίου Νικολάου, μικράν επάργυρον, κρεμαμένην από τινος δοκού εν τη άκρα του θαλάμου, και είτα πάντας τους λοιπούς, ψάλλων και το μεγαλυνάριον του Αγίου «Ορφανών προστάτην.... » Τέλος ασπάζονται πάντες την εικόνα του θαλασσινού ιεράρχου ευωδιάζουσαν θάλασσαν ως να ηγωνίζετο και ο Άγιος με τους ναύτας όλην την νύκτα παλαίων κατά των κυμάτων.

Ο Κατούνας όρθιος, με την ποδιάν κρεμαμένην εκ της οσφύος, περιέμενε, πριν ή αποκοιμηθή, να κενώσωσι τα ποτήρια οι δύο πόται, ίνα παραγγείλωσι και άλλον οίνον. Οι δύο ούτοι ηλιοκαείς άνθρωποι συνδιελέγοντο σιγά, ενώ έπινον. Ο Κατούνας ουδέ λέξιν ήκουεν. Εις μάτην έτεινε τα ώτα. Είνε αληθές ότι οι δύο ομιληταί δεν επεθύμουν προφανώς νακουσθώσι.

Ο μεν Βούγκος έτρεχεν όλως αυτοματικώς, όπως υπακούση εις τον πατέρα του, και χωρίς να έχη συναίσθησιν του γεγονότος. Ο δε Πρωτόγυφτος, με την γλώσσαν κρεμαμένην εκτός των οδόντων, έτρεχεν όπως συλλάβη αυτήν και την παραδώση εκεί όπου την επώλησε. Τέλος ο Μάχτος έτρεχεν ίνα την σώση, ή ίνα συναποθάνη μετ' αυτής.

Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς και έσεισε την κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα επί της Ψυχής και έδραξε μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης έστρηψε τον μύστακά του, ο Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την κρεμαμένην διόπτραν του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως, ελιποθύμησεν, αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.

Άμα είδε το απίστευτον θέαμα, η πτωχή γυνή, έτρεξε με τρεμούσας κνήμας, με την γλώσσαν κρεμαμένην έξω, λευκή ως σινδών, έτρεξεν επάνω εις την οικίαν, κ' έπεσεν αμέσως εις την στρωμνήν πυρέσσουσα. «Της ήρθε άτυχα». Είχε χτυπηθή. Και δεν της επήρε μεν η Καντίνα τη μιλιά της, διότι με την γλώσσαν παραλυθείσαν δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση κραυγήν, αλλ' έμεινε τραυλή διά βίου.

Σαν να ωνειρεύθη, αποκαμωμένος από την κούρασιν και από την οργήν, και από το ποτόν, προσβλέπων εκεί την προ της θερμάστρας κρεμαμένην εικόνα της συζύγου του. Τω εφάνη πως είδε την Μυγδαλίτσαν του, την εύμορφον γαλανόφθαλμον γυναικίτσαν του, μέσα εις τάσπρα, μέσα εις τα μπιμπιλοκέντητα μπορετζίκια της.

Ο ατυχής Βράγγης έχων την γλώσσαν έξω των χειλέων κρεμαμένην, επαρουσιάσθη προς αυτόν και τω μετεβίβασε την παραγγελίαν του κυρίου του. Ο Λιμπέρης, ου μόνον δεν δυσηρεστήθη διά το αίτημα, αλλ' εμακάρισεν εαυτόν διότι τόσον μικρόν πράγμα εζήτουν παρ' αυτού.

Ο καπετάν-Παρμάκης, εννοήσας ότι ο γέρων αλιεύς, έχων τους οφθαλμούς του καρφωμένους εις την από του ιστίου κρεμαμένην μεγάλην φλάσκαν, δεν ετιμόνιζε καλά, έλαβεν αυτός το πηδάλιον, καθήσας επί της κωπαστής εν τη πρύμνη.