United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Φάλκος ενθυμήθη τας διηγήσεις των παιδίων, τας παραδόσεις όσας είχον παραλάβει από τας γραίας προμήτορας σχετικώς με τα «ζώδια» των οικιών, τα εμφανιζόμενα κάποτε την νύκτα. Τότε, αν και η μάμμη του τον είχε βεβαιώσει ότι τα ζώδια ταύτα δεν ηδύναντο να βλάψουν, ησθάνθη αληθή τρόμον, έτρεξεν, εισήλθεν εις την θύραν έσωθεν, έκαμε τον σταυρόν του κ' επλάγιασε πλησίον της μητρός του.

Ο δούλος επήγεν ευθύς και έδωσε την είδησιν του αυθέντου, ο οποίος ευθύς έτρεξεν εις την σκάλαν διά να τον δεχθή, και πιάνοντάς τον από το χέρι τον έφερεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ.

Ο Μουφάκ ήλθεν εν τω άμα εις τον Κατήν και ευθύς που ο Κατής τον είδεν, έτρεξεν και το αγκάλιασεν. Ο Μουφάκ έμεινε πολλά θαυμασμένος εκ της τοιαύτης δεξιωσύνης· ω, ω, λέγει με τον εαυτόν του, από τι προέρχεται που ο Κατής ο εχθρός μου ο θανάσιμος πράττει με εμένα σήμερον τόσην ευγένειαν; εδώ στέκει κρυμμένον κάτι μυστήριον.

Και όταν εξεσκέπασαν το πρόσωπόν των και έβγαλαν τους φερετζέδες, ήσαν οι δέκα γυναίκες, και οι άλλοι δέκα αράπηδες, και καθένας εκρατούσε από το χέρι την αγαπητικήν του· και τότε η βασίλισσα εκτύπησε τα χέρια και εφώναξε· Μασούδ, Μασούδ, και ιδού κατέβη από ένα δένδρον ένας άλλος αράπης και έτρεξεν εις την βασίλισσαν και την αγκάλιασεν, ως αγαπητικός της.

Και ο μεν Αριστογείτων, επειδή έτρεξεν εκεί ο όχλος, διέφυγε προς στιγμήν τους δορυφόρους, αλλ' ύστερον συλληφθείς ετιμωρήθη σκληρώς· ο δε Αρμόδιος εφονεύθη αμέσως.

Ο Κουλούφ έτρεξεν υστερότερα εις την γυναίκα του, και της εδιηγήθη τα όσα του ηκολούθησαν, και της έδειξε και την επιστολήν που έγραψεν ο Μασούδ. Η Δηλαρά τότε εφώναξεν από την χαράν της· ω δίκαιε Ουρανέ, εσένα πρέπει να ευχαριστήσωμεν, που μας επρόφθασες με τούτο το παράδοξον συμβεβηκός, και έλαβες ευσπλαχνίαν δι' ημάς που με το θέλημά σου μας ένωσες.

Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού, απήλθε• το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα όργια της Ρέας• και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους.

Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον από αυτό, και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η σκλάβα έτρεξεν ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και αυτόν να φερθή με σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της Αροούγιας· τον οποίον τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη και τον Χόντζα.

Ο Θωμάς έτρεξεν αμέσως προς εκτέλεσιν της διαταγής του πάππου του· αλλά φέρων το περικάλλυμα, αντί να δώση αυτό εις τον πάππον, το έδωκεν εις τον πατέρα του, προς τον οποίον, με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, είπε να κόψη αυτό εις δύο. — Και διατί; τον ηρώτησεν ο πατήρ του.

Αλλά την ερχομένην νύκτα εσηκώθη ένας άνεμος τόσον σφοδρός, που τα κύματα της θαλάσσης έρριξαν έξω εις το περιγιάλι σιμά εις την πόλιν εκείνο το φοβερόν κήτος· και έτρεξεν όλη η πόλις να ιδή ένα τοιούτον μέγεθος υπέρμετρον, και τότε μάλιστα εβεβαιώθησαν όταν είδον το κοντάρι εις την κεφαλής του κήτους εμπηγμένον καθώς το είχαμεν διηγηθή.