United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε γλυκειά βραδούλα Οι δυο τους ανταμώνονται. Την αγαπάει ο Ήλιος· Η κόρη τον θιαμαίνεται μονάχα, κ' η καρδιά της Νοιώθει καμάρι απάντεχο, χαρά μεγάλη, ουράνια, Που δίνει με τα χέρια της νερόαρχοντοπαίδι. Ο Ήλιος όσο την τηρά, τόσο ο καϋμός του ανάφτει Που μέσ' 'ςτά φυλλοκάρδια του κρυμμένον τον φυλάει.

Ο Σάλαιθος μη περιμένων πλέον και αυτός τα πλοία έδωκεν όπλα εις τον λαόν, ο οποίος πρότερον δεν είχε τοιαύτα, διά να κάμουν έξοδον εναντίον των Αθηναίων· αλλά μόλις ο λαός ωπλίσθη δεν ήθελε πλέον ν' ακούση τους άρχοντας, αλλά συναθροιζόμενος εις ομίλους επρόσταξε τους πλουσίους να φανερώσουν τον σίτον, τον οποίον είχαν κρυμμένον και να τον μοιράσουν εις όλους· άλλως, απειλούσαν ότι συνθηκολογούντες μετά των Αθηναίων θα παρέδιδον εις αυτούς την πόλιν.

Τι σου λέγει τώρα; τον ηρώτησεν ο γεωργός. — Λέγει ότι, αν θέλωμεν κρασί, θα το εύρης εις την γωνίαν οπίσω από τον φούρνον. Η πτωχή γυναίκα ηναγκάσθη να τους φέρη και το κρυμμένον κρασί της, ο δε γεωργός έπιε καλά και ευθύμησε, και ήθελε να ίδη τι δαίμονα είχε μέσα εις τον σάκκον του ο μικρός Κλώσος. — Ημπορεί η μάγισσά σου να μας φέρη εδώ τον διάβολον; ηρώτησεν.

Την άλλη 'μέρα, ημέρα του δοξασμένου εκείνου πολέμου, ενώ οι Αρβανίτες με τον Καρυοφίλμπεη νικημένοι κυνηγιώνταν από τους Έλληνες, ο Καραϊσκάκης ακράτητος, φοβερός, τραντάζοντας με της φωνές του της ράχες γύρω, καθώς προχωρούσε με τ' άλογο, κάνει έτσι και βλέπει κρυμμένον άνθρωπο μέσα σε μια πατουλιά. Νόμισε πώς ήταν Τούρκος κι' αμέσως τραβάει από τη σέλλα τη μια πιστιόλα, έτοιμος να ρίξη.

Μίαν στιγμήν υπέστην όλην την φρίκην του πνιγμού· έγινα τυφλός, κουφός, ανόητος· και μοι εφάνη ότι ένας δαίμων αόρατος μου έδινεν από πίσω μια γερή γροθιά. Το μυστικόν, που τόσον καιρόν ήτο κρυμμένον, εβγήκεν από την ψυχήν μου.

Και όταν επιτυγχάνει εντελώς ο σκοπός της παραστάσεως, όταν το κακούργημα δεν μένει πλέον κρυμμένον εις την μονιά του , αλλά, όπως το είχε καταγγείλη φωνή από τον άλλον κόσμον, τώρα φανερώνεται εις την όψιν του ενόχου και εις τον ακράτητον φόβον οπού τον αναγκάζει να φύγη, ο Αμλέτος δεν σύρει το ξίφος· και αφού κατόπιν του Βασιλέως διασκορπίζονται και φεύγουν οι Αυλικοί, τι λέγει ο Αμλέτος ευρισκόμενος μόνος με τον φίλον του; Περί τιμωρίας αποδεδειγμένου πλέον ενόχου δεν γίνεται λόγος· ο Αμλέτος κατέχεται από άκραν αγαλλίασιν διότι με το μέσον της δραματικής τέχνης κατώρθωσε να σχίση την προσωπίδα του κακούργου, αλλά προ πάντων διότι εδυνήθη να εμβάλη τον τρόμον εις την ψυχήν του.

Ο Μουφάκ ήλθεν εν τω άμα εις τον Κατήν και ευθύς που ο Κατής τον είδεν, έτρεξεν και το αγκάλιασεν. Ο Μουφάκ έμεινε πολλά θαυμασμένος εκ της τοιαύτης δεξιωσύνης· ω, ω, λέγει με τον εαυτόν του, από τι προέρχεται που ο Κατής ο εχθρός μου ο θανάσιμος πράττει με εμένα σήμερον τόσην ευγένειαν; εδώ στέκει κρυμμένον κάτι μυστήριον.

Ενομίζετο ότι περιπλανώμενον Πνεύμα δεν δύναται να εύρη ανάπαυσιν έως να αποκαλύψη τον κρυμμένον θησαυρόν. Και εις τον λαόν μας υπάρχει η πρόληψις ότι τα Πνεύματα εμφανίζονται διά να καταδείξουν κρυμμένον θησαυρόν. Ο Shakespeare δεν αποφεύγει αναχρονισμούς, όταν μάλιστα χρησιμεύουν εις το νόημά του. Γ. 309 και Ιλ.

Λέγει ότι, αν ανοίξης εκείνο το μεγάλον κιβώτιον, θα εύρης μέσα τον διάβολον κουβαριασμένον· αλλά να κρατής καλά το σκέπασμα του κιβωτίου, διά να μη ξεφύγη ο διάβολος. — Έλα να με βοηθήσης, είπεν ο γεωργός. Και υπήγε προς το κιβώτιον, όπου η γυναίκα του είχε κρυμμένον τον καλόγηρον, ο οποίος εκάθητο εκεί μέσα σφιγμένος και κατατρομασμένος· ο γεωργός ήνοιξεν ολίγον το σκέπασμα και είδε.

Καλότυχον μαχαίρι, χώσου εδώ και σκούριαζε, και δος μου ν' αποθάνω! Ο ΑΚΟΛΟΥθΟΣ Ιδού το μέρος. Κάτω 'κεί· κοντά ‘ς το φως εκείνο. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Γεμάτη αίματα η γη! — ‘ς τα μνήματα ιδέτε, και οποίον τύχη κ' εύρετε κρυμμένον, πιάσετέ τον. Τι θέαμα ελεεινόν!