United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε γλυκειά βραδούλα Οι δυο τους ανταμώνονται. Την αγαπάει ο Ήλιος· Η κόρη τον θιαμαίνεται μονάχα, κ' η καρδιά της Νοιώθει καμάρι απάντεχο, χαρά μεγάλη, ουράνια, Που δίνει με τα χέρια της νερόαρχοντοπαίδι. Ο Ήλιος όσο την τηρά, τόσο ο καϋμός του ανάφτει Που μέσ' 'ςτά φυλλοκάρδια του κρυμμένον τον φυλάει.

Μα δεν έχει να κάμη που ένας χωρικός, ένας δούλος, ένας εργάτης μαθαίνει πού και πού κανέναν τύπο αρχαίο και σας τον ξαναλέει. Ακούμε τα τέτοια κι ανάφτει η φαντασία μαςαμέσως νομίζουμε πως έφκολα θα μάθη και τους άλλους τύπους ο χωρικός.

Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό. 525 Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό. Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι 530 Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, 535 Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί·

«Μη μου πικραίνεσαι, κ' είναι γραμμένο Μ' εμένα γρήγορα νανταμωθής, Τρέχα πολέμησε και σε προσμένωτο μνήμα μου άλυωτος όσο ναρθήςΞυπνά, αλαφιάζεται ο νους του ανάφτει Βουβός επέρασε μια λαγγαδιά. Βρίσκει έν' απόγωνο, το χώμα σκάφτει Τα χείλη επέτρωσαν, πάντα βουβά.

Ακόμα δεν εχώνεψεν η σκούνα. Κάτωτην άμμο, 'ς το Ξάνεμο, η μάννα μου θα μας αγναντεύη. Και μετά μικρόν τεθλιμμένος: — Πηγαίνειτον Πύργο, ανάφτει τα καντήλια τ' Άη-Γιαννιού και ύστερα τραβάειτο Ξάνεμο και κάθεται, ως να χωνέψουμε. «Παναγίτσα μπροστά τους! Παναγίτσα μπροστά τουςόλο έτσι λέει και κάμνει τον σταυρόν της η καϋμένη η μάννα μου. — Όλο ανοιχτά! όλο ανοιχτά!

'Σάν θυμωμένο φίδι, Και χύνεται μέσ' 'ςτήν Τουρκιά κι' αλλού της καίει αρμάδα Αλλού της καίει τα χωριά· κι' απ' άκρηάκρη ανάφτει Μεγάλη η Επανάστασι, σπαθί ολούθε αστράφτει. Κ' αλύσια κόβονται βαρηά και πέφτουν και βροντούνε 'Σάν να χτυπιούνται απ' αστραπή και 'σάν να ξεψυχούνε Χίλιαις χιλιάδες δαίμονες ....

Εκεί τουλάχιστο χαίρεται κανείς να βρη πράματα που δε βρίσκουν άλλοι και με τη μελέτη, με τη δυσκολία, ανάφτει και ξανοίγει ο νους του γλωσσολόγου κι ο κόσμος καμαρώνει». Είναι αλήθεια. Gloss. Laod. 72, 1, 19, Essais de de gramm. hist.

Ο Ψωμοφάγος Βασιλιάς, οπού σε πάσα τάξη Μικρούς, μεγάλους έκαμε καθένας να τρομάξη, Το Φουσκομάγουλο απαντάει· ανάφτει οχ το θυμό του, Και το κοντάρι εζύγιασε ενάντια στον οχτρό του.

Είδες; εκείνος ο στρατός τρανός, ανδρείος, αρχηγόν έχει τρυφερό βασιλοπαίδι, 'πού, ως τον ανάφτει θεϊκή φιλοδοξία, τ' άγνωστο τέλος αψηφά, και ό,τι έχ' η φύσις φθαρτόν, αβέβαιο, το προβάλλ' εις όσα η τύχη, ο κίνδυνος τολμούν και ο θάνατος· και μόνον δι' έν' αυγόφλουδο!

Κι' αντίς εκείνο το νερό, το κρύο, το βουνίσιο, Να του δροσίση την καρδιά, γλυκά ν' αναγαλλιάση, Του χύνει φλόγα και φωτιά, τα σωθικά του ανάφτει, Κι' όταν να φύγη εκίνησε 'ςτα δέντρα ροβολώντας, Βαθηά-βαθηά αναστέναξε και πήρε ένα τραγούδι, Τραγούδι όχι κυνηγιού, . . . τραγούδι της αγάπης! Πέρασε κάμποσος καιρός.