United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης.

Θάλεγε κανείς πως εφύτρωσαν εκεί, αντρειώθηκαν κιόλα κάτου από τον παχύν ίσκιο του πύργου, κι αγκάλιασαν μαγάπη τρανή και με στοργή περίσσια τα βαριά τα τειχιά του, για να κρύψουν πλιότερο το βαθύ μυστήριο που έκλειε στα σκοταδερά σωθικά του· να κάμουν πιο φριχτές και πεντασκότιδες τις παράξενες ιστορίες και ταερικά, τα ισκιώματα, που τον κάτεχαν.

Έβλεπες και στέκουνταν ολόρθα δυο μαχαίρια, ένα στον ώμο του παιδιού κ' ένα στο μερί, έτρεχε το αίμα, έννοιωθε δεν έννοιωθε το μισοζώντανο το παιδί από την αγωνία, από το τράντασμα πούφερνε στα σωθικά του κάθε μαχαίρι που ξεχυνότανε καταπάνω του, άλλο χάμου να πέφτη, άλλο στον τοίχο να χτυπάη, κι άλλο να καρφώνεται στο βασανισμένο κορμί του.

Κι' έκραξε αφτού τη σεβαστή γιριά του και της είπε. «Γυναίκα, εδώ 'ρθε του Διός μηνήτρα οχ τα ουράνια, και μούπε πως στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να πάω το λατρεφτό μας γιο να ξαγοράσω ο ίδιος 195 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.

Κι' ο Δίας λέει της Ίριδας να τρέξει προς το κάστρο «Καιρό μη χάνεις, Ίριδα γοργή, μον τα λημέρια τα θεϊκά τώρα άφισ' τα, και πήγαινε ως στην Τροία να πεις του γέρου βασιλιά πως στο καραβοστάσι 145 να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα, μόνος, μηδ' άλλος τους κανείς μαζί του να μη σύρει.

Και η Γύφτισσα ως να ήτο χριστιανή, διότι δεν είχε περί τούτου σαφή συνείδησιν αν ήτο ή όχι, ήνωσε τους λιχανούς εκατέρας των χειρών εις σχήμα σταυρού, και έφερε το σημείον τούτο εις τα χείλη της. Ο ξένος εμειδίασε σαρκαστικώς. — Ποίος ειμπορεί ν' αμφιβάλλη τώρα; είπε. — Είνε κόρη μου, επανέλαβεν η Γύφτισσα με τραγικόν ήθος. Κόρη μου, από τα σπλάχνα μου και από τα σωθικά μου.

Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης.

ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Εχθρός μας είν', αυθέντα μου! ΜΑΚΒΕΘ Κ' εχθρός 'δικός μου είναι! Τόσον εχθρός, που όσον ζη και όσον αναπνέει, κάθε στιγμή του μαχαιριάτα σωθικά μου είναι! Από το πρόσωπον της γης 'μπορούσα να τον 'βγάλωτο φανερόν, και νόμος μου να ήν' η θέλησίς μου. Πλην δεν συμφέρει, επειδή κάποιοι 'δικοί του φίλοι, είναι και φίλοι μου.

Λες και τους λάβριζε τα σωθικά, τα νέβρα τους έκαιγε ο ανυπόφορος πολυκαιρινός στερεμός του υλικού έρωτα· του έρωτα του σαρκικού, που δε συγκρατιέται με σίδερα, μ' αλυσίδες δε δένεται. Ο Γιάρανος, ο Κατσικερός κι ο Χλιβέρης, οπού εκαθόνταν στο ακρινό το παράθυρο, ήταν νειογάμπροι αφτοί κ' ήταν καρδιομαραμένοι πιο πολύ από τους άλλους μες το Ένα . Απόκρυφος ο πόνος τους ελίγωνε.

Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' ΑχιλέαΈτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λεφκοπόδα, 120 κι' οχ του Ελύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας, και στην καλύβα απέ έφτασε του γιου της.