Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Από την άγριαν ερημιά της ξενιτιάς που μ' έχει, Και με φαρμάκι σταλαχτό τα σωθικά μου βρέχει· Οχ την πικρή μου μοναξιά το γράμμμα μου σου στέλλω· Ογλήγορα ν' αποκριθής σου πρωτοπαραγγέλλω. Διο λόγια γράψε μου γοργά, για την υγιά μου ρώτα Τι αφόντης σε χωρίστηκα δεν είμαι σαν και πρώτα. Και πάρε, Φύλλι μου, χαρτί, και πιάσε το κοντύλι, Σημάδεψέ μου τα σωστά με την καρδιά στ' αχείλι.
« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ «'Σ τα στήθηα να τον σφίξω, » Και 'ς ένα φίλημα γλυκό «'Σ το στόμα του το ερωτικό, » Τον έρωτα να πνίξω.» « Τον έρωτα, που μ' έβαλε » Τη φλόγα 'ς την καρδιά μου, » Που μ' άναψε τα τρυφερά, » Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά· » Και καιν τα 'σωθικά μου.»
Εγώ φταίω που έγραψα τέτοια λέξη· άλλη δε βρίσκω και για να με καταλάβης, έπρεπε καμιάν άλλη να βρω. Απελπισμένη καρδιά είναι η καρδιά εκεινού που το πάθος, κανένα τρομερό, άγριο πάθος του μανίζει στα σωθικά του.
Κρυμμένος 'ς τα χαμόκλαδα 'κουρμένεται ο Γιαννούλας Με την καρδιά του ανήσυχη, όμως βουβός 'σάν πέτρα. Ακούει τα 'παινέματα, τα λόγια της Νεράιδας, Ακούει την αγάπη της και το παράπονό της, Και μίαν απόκρυφη χαρά 'ς τα σωθικά του νοιώθει.
Αλλά κι ο βοσκός τουφώναξε: «Βάλε μου το στ' αραγούλι, πέψε μου το στου Μαγούλη», κέφυγε. «Καλά, είπε κι ο παπάς, θα σου δείξω 'γώ, ζωντόβολο!» Και την άλλη μέρα γεμίζει έναν αραγό ξύδι και του τον στέλλει. Και ο βοσκός, νομίζοντας ότι το τουλουμάκι είχε κρασί, το γύρισε κιάρχισε να πίνη, να πίνη, σαν καταβόθρα, όσο που ένοιωσε το ξύδι να του θερίζη μέσα τα σωθικά.
Ο ύπνος, πούναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι Με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύη πόνους, Είχε γλυκάνη την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη Και τούχε σβύση τη χολή, την άγρια την αψάδα 'Σ τ' ανδρειωμένα σωθικά.
Του φάνηκε πως μια μυστηριώδης ύπαρξη έπεσε απάνω του, ψαχουλεύοντας τα σωθικά του μ’ ένα μαχαίρι, και πως όλο το αίμα ανάβλυσε από το κατακρεουργημένο σώμα του, πλημμυρίζοντας την ψάθα, βρέχοντάς του τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια. Άρχισε να φωνάζει σα να τον σκότωναν στ’ αλήθεια, αλλά μέσα στη νύχτα μόνο ο ψίθυρος του νερού απαντούσε.
Και μ' ένα καλημέρισμα, και μια γλυκειά ματιά της, Μου τάραξε τα σωθικά και μ' άναψ' έναν πόθο. Κι' όσο που ζω δίχως αυτή και δεν τη συχνοβλέπω Μου κλέβει ο πόθος τη χαρά, τα νειάτα νύχτα-μέρα. Και το τραγούδι το θλιφτό 'ς το στόμα μου ανεβάζει. — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστα 'ς τη ράχη, Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς την νύχτα. Κ' η Ρήνα, η κόρη του Σταθά, είνε ταχυά δική σου.
Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι τα φυτύλια, να ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά των.
Τα περασμένα χρόνια του, τώνα σιμ' από τάλλο, Μισοσβυσμένα, σκοτεινά, χωρίς να τα φωτίζη Της νειότης το ξημέρωμα, τη μνήμη του χτυπούνε Με το νεκρό τους τον αφρό. — Θυμήθηκε την ώρα Που θρονιασμένος βασιλειάς 'ς του αλόγου του τη ράχη, Μ' ένα με δυο πηδήματα, βορειάς, ανεμοζάλη, Πετάχτηκε 'ς την Αραπιά. — Τα σωθικά του τότε Δεν τα φαρμάκευαν κρυφοί και φλογισμένοι πόθοι, Ούτε του κόσμου ψεύτικαις αναλαμπαίς και δόξαις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν