Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια.

Εξύπνησε κ' εκείνη, κ' ενώ να φύγη απ' εδώ την επαρακαλούσα, κ' εις του Θεού τους ορισμούς υποταγήν να δείξη, μ' εξίππασεν ο θόρυβος κ' εβγήκ' από το μνήμα. Εκείνη δεν ηθέλησε να με ακολουθήση, κι' απελπισμένη, φαίνεται, 'σκοτώθηκε μονάχη. Αυτά γνωρίζω. — Ήξευρε τα στεφανώματά της η παραμάνα της. — Εάν εις όλα τούτα πταίω, ας παιδευθώ.

Και η Αρετή μέσα στον φοβερόν εκείνον ξεκλήρισμα της γενεάς της, απελπισμένη από τη μούχλα και τη σαπίλα που εβασίλευεν ολόγυρα, ρίχνεται στον Θεό, παρακαλεί και λέγει του: Θε μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι, να περπατώ στις ερημιές να κλαίω τους αδερφούς μου! Έτσι έγινε κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το είδος δεν άλλαξεν όμως και την ψυχή.

Δε θα ξυπνούσε κείνη πια από την αναιστησία και μ' απελπισμένη καρδιά έπρεπε να γυρίσω μια μέρα στη νέα ζωή, που με πρόσμενε χωρίς εκείνη. Έτσι ζητούσα να μαντέψω τη σειρά των στοχασμών της, ενώ εκείνη βυθιζότανε ολοένα βαθήτερα στην εξουσία του θανάτου. Είτανε σα να είχα παραδώσει τον εαυτό μου και τη ζωή μου στο θάνατο και σα να λογαριαζόμαστε κ' οι δυο μαζί, αυτή και γω, με τον κόσμο.

ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Πηγαίνετε κατόπιν της, και είν' απελπισμένη. Προσέχετέ την! ΕΔΜ. Όλ' αυτά τα έκαμα, που είπες, τ' άλλα πολλά που ο καιρός θα ξεσκεπάση μόνος, πολλά, πολλά! Επέρασαν, κ' εγώ περνώ μαζί των. Πλην συ, οπού μ' ενίκησες, ειπέ μου ποίος είσαι; Αν ευγενής, σε συγχωρώ. ΕΔΓΑΡ Ο ένας μας τον άλλον ας συγχωρήση! Από σε κατώτερος δεν είμαι. Αν είμαι δε καλλίτερος, αυξάνει τ' άδικόν σου.

Έπειτα παίρνει το πρόσωπό της μιαν απελπισμένη έκφραση, σα να ήξερε καλά πως αυτός ο πόθος είναι κατιτί περσότερο παρότι μπορεί να ελπίζη ή να ποθή και το μέτωπό της κάνει μια βαθειά δίπλα ανάμεσα στα μάτια, σα να της προξενούσαν πόνο οι στοχασμοί της. Αιστάνεται πως πρέπει να διαλέξη ανάμεσα θανάτου και ζωής, τουλάχιστο στους πόθους της και δεν το μπορεί.

Σφουγγίζει τα μάτια του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά ταπάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δη; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανή. Εκείνος ως τόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα. Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαεί. Τραπέζι μουσαφίρικο.

και με σκοπόν την λύπην της εσύ να ξερριζώσης, την ηρραβώνισες ευθύς, και να την στεφανώσης διά της βίας ήθελες αμέσως με τον Πάρην. Απελπισμένη έτρεξεν εκείνη και με ηύρε, κ' εγύρευε βοήθειαν, και τρόπον να γλυττώση από τον δεύτερον αυτόν τον γάμον, ή αλλέως εις το κελλί μου ήθελε να σκοτωθή εμπρός μου. Τότε κ' εγώ, που των φυτών τα μυστικά γνωρίζω, της έδωσα ναρκωτικόν.

Μα δεν είναι αλήθεια, μανούλα μου, πως τώρα που είδες την Μαρία ησύχασες. Αί! πε μου, πως δεν είσαι πειά απελπισμένη. Πως θα παύσης πειά να μου λες όσα μούλεγες τρεις ημέρες τώρα, που άρχισα και γω να πιστεύω πώς είμαι κατεστραμμένος. Πως έκαμα μια μεγάλη ανοησία. Δεν είναι αλήθεια, πώς η Μαρία είναι θαυμασία και αλλοιώτικη από της άλλες γυναίκες; Με συγχωρείτε, άργησα λιγάκι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.

Κακό πράμα ναν' η γυναίκα και μια μέρα μεγαλύτερη απ’ τον άντρα της ! Τον αγαπάει μ’ αλλοιώτικη αγάπη από 'κείνονε, με μια φωτιά πιο άγρια, σα βιαστικιά κι απελπισμένη για τη νιότη που της φεύγει· και ο καημός αυτός, πέφτοντας μέσα στη φλόγα την ερωτική, την κάνει κι αποθεριεύει και πίνει όλη τη γυναικεία δροσιά.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν