Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Τώρα έλα εσύ συγύρισε τα γλήγορα φαριά μας, όσο στου Δία εγώ να μπω το θεϊκό παλάτι 375 και του πολέμου τ' άρματα να βάλω, για να δούμε αν με τα μας ο Έχτορας θ' αναγαλλιάσει τάχα όταν στα διάβατα άξαφνα φανούμε του πολέμου, για και θα θρέψει με ψαχνό και πάχος κάνας Τρώας όρνια και σκύλους, πέφτοντας εκεί κοντά στα πλοία.» 380
Και τότε ο Λάμωνας μαζί με τη Μυρτάλη και το Δάφνη, πέφτοντας εμπρός στα πόδια του, παρακαλούσανε να λυπηθή γέρο κακομοίρη και να τόνε γλυτώση από το θυμό του πατέρα του, επειδή δεν έφταιγε καθόλου. Και συνάμα του τα λέει όλα ένα προς ένα.
Κατόπι βρήκε στα ζερβά της μάχης καθισμένο 355 τον Άρη, μ' άρματα και ζα σε σύγνεφο κρυμένα· και πέφτοντας γονατιστή, πολλά με περικάλια τα χρυσοστέφανα άλογα ζητούσε τ' αδερφού της «Αχ αδερφέ μου, νιάσου με, και δώσ' μου τ' άλογά σου για ν' ανεβώ στον Έλυμπο, στα θεϊκά λημέρια. 360 Πολύ με τυραγνά η πληγή που μούδωκε ο Διομήδης, θνητός που και το Δία πια θα πολεμούσε τώρα.»
Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.
Κακό πράμα ναν' η γυναίκα και μια μέρα μεγαλύτερη απ’ τον άντρα της ! Τον αγαπάει μ’ αλλοιώτικη αγάπη από 'κείνονε, με μια φωτιά πιο άγρια, σα βιαστικιά κι απελπισμένη για τη νιότη που της φεύγει· και ο καημός αυτός, πέφτοντας μέσα στη φλόγα την ερωτική, την κάνει κι αποθεριεύει και πίνει όλη τη γυναικεία δροσιά.
Τότε αυτή πέφτοντας εις τα ποδάριά μου είπεν· ω μεγαλειώτατε βασιλεύ, έτσι να είναι οι χρόνοι σου πολλοί και ευτυχείς εναντίον των εχθρών σου, λάβε την καλωσύνην να με ακούσης· έχω να σου διηγηθώ μίαν ιστορίαν που θέλει σε εκπλήξει. Ειπέ την με κάθε ελευθερίαν, της απεκρίθηκα· είμαι έτοιμος να σε ακούσω. Εγώ είμαι γυναίκα ενός πραγματευτού ονόματι Βανάη, υποκείμενος της βασιλείας σου.
Ετούτο λέγοντας εγύρισε σκεπασμένη να εύρη τον βασιλέα, και δεν αποκοτούσε διά να καθήση πλέον κοντά του. Κάθησε, κυρά, της λέγει αυτός, σ' εμένα πρέπει θα σταθώ ορθός εις την επιφάνειάν σου. Η Κυρά εδόθη εις ένα πικρόν κλαύσιμον, και πέφτοντας εις τους πόδας του τού εζητούσε συμπάθειαν αν έσφαλε μη γνωρίζοντάς τον.
Μα άδικα δεν πήγε το κοντάρι, παρά χτυπάει το Δημοκό, γιο του Πριάμου νόθο, που τούχε έρθει οχ την Άβυδο, πέρα οχ τ' αλογοθρόφι. 500 Αφτόν εκεί στο μάγουλο ακόντισε ο Δυσσέας, που για το φίλο του άναψε· κι' ως στα μηλίγγι τ' άλλο βγήκε ο χαλκός, και χύθηκε στα διο του μάτια η νύχτα. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.
Περνώντας μπροστά από το σπίτι του ντον Πρέντου φώναξε τη Στεφάνα και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για δικές του δουλειές και ότι δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. «Πες μου τουλάχιστον πού πας.» «Στο Νούορο.» Δυο μέρες του πήρε μέχρι που να φτάσει στο Νούορο. Ανηφόριζε σιγά σιγά, με σύντομα διαλείμματα, πέφτοντας στην άκρη του δρόμου όταν κουραζόταν. Έκλεινε τα μάτια, αλλά δεν κοιμόταν.
Κι όταν πια ήλθαν η Χλόη κ' οι άλλοι, αφού άναψε φωτιά, από τα κρέατα άλλα τάβρασε κι άλλα τάψησε και πρώτα ξεχώρισε για τις Νύμφες το καλύτερο μέρος κ' έχυσε λίγο από κροντήρα, που ήτανε γεμάτη μούστο. Και σαν έστρωσε στρώμα από φύλλα χλωρά, αρχίσανε να τρων και να πίνουν και να διασκεδάζουν, και συνάμα είχε το νου του στα κοπάδια, μήπως λύκος πέφτοντας μέσα σ' αυτά κάμη τα έργα των εχτρών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν