United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς την απείκασε που κάτι είχε, και ηθέλησε να μάθη την αιτίαν. Η περιέργειά του αβγάτισε την αντράλωσιν της Σχυρίνας η οποία τέλος πάντων γνωρίζοντας πως ήτον υπόχρεη να τον ευχαριστήση του εδιηγήθη εκείνο που ακολούθησεν.

Βασίλευε τότες ακόμα στην Περσία ο Κοβάδης. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Ιουστινιανός πως ειρήνη δεν είχε όσο ζούσε ο Κοβάδης, αποφάσισε να ξακολουθήση τον πόλεμο, και μαθόντας πως η στερνή μάχη δεν πήγε τόσο λαμπρά καθώς η άλλη, της Δάρας, φώναξε πίσω το Βελισάριο κ' έστειλε καινούριο στρατηγό, το Μούνδο. Έκαμε κάτι κι αυτός στη Μαρτυρόπολη.

Αυτός ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που αυτός υπώπτευε.

Μωρ' ο βρωμοκουρδουκέφαλος να πάρη το σπίτι του Ευμορφόπουλου; είσαστε καλά! Πέντε τοπομαχικά θα βάλω στη σκάλα· πέντε τοπομαχικά... Η Ελπίδα στεκόταν σοβαρή μπροστά του, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να κλάψη ή να γελάση με τη θέση του. — Μα καλά, Αριστόδημε, του είπε με φωνή μαλακή· αξίζει τάχα σε σένα, έναν Ευμορφόπουλο, ένα σοφό! να καταντήση σε τέτοια μ' έναν παλιοκουρδουκέφαλο.

Τα τελώνια που με δουλεύουν, το έκτισαν εις μίαν στιγμήν. Ενώ η Κεριστάνη ήθελε να ακολουθήση την ομιλίαν της, ιδού εμβαίνει μία αρχοντοπούλα, η οποία έδειχνε πώς ήτον πολλά θλιμμένη. Η Κυρά γνωρίζοντάς την από το πρόσωπόν της ότι ήθελε να της προμηνύση καμμίαν θλιβεράν είδησιν εφώναξε μεγάλως, έπειτα εδόθη εις κλάματα πικρότατα.

«Οι Μοίρες οι σκληρόκαρδες την είχανε μοιράνει...» Οι μάννες, γνωρίζοντας τον αλάθευτο ερχομό των Μοιρών, προσπαθούν να κοιμούνται για να μην ακούσουν, από φόβο μην ακούσουν κακά προφητέματα. Καμμιά φορά οι Μοίρες, αλλά πολύ σπάνια, αφίνουν και δώρα, προ πάντων δαχτυλίδι, γι’ αυτό κι’ οι μάννες το πρωί ψάχνουν στο στρώμα του παιδιού μην εύρουν τίποτε.

το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν κ' εκείνοι 145 εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξιταις σανίδαις, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον, 'που εφούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη, δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. 150 και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε εις το πλοίο, και τ' ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης. τότ' είπα με περίλυπην καρδιάν εις τους συντρόφους• καλό δεν είναι, αγαπητοί, ένας ή δύο μόνοι να ηξεύρουν τ' άγια ρήματα 'που η Κίρκη μου 'πε η θεία• 155 αλλά τα λέγω και εις εσάς, όπως γνωρίζοντάς τα πεθάνουμε ή ξεφύγουμε την μοίρα του θανάτου. και πρώτα μου παράγγειλε να φύγω των Σειρήνων την θεομίλητη φωνή και τ' ανθηρό λιβάδι• μου 'πε ν' ακούσω την φωνή μόνος εγώ• σεις τώρα 160 μ' άλυτα δέστε με δεσμάτου καραβιού την ρίζα ορθόν, και σφίξτε των σχοινιών ταις άκραιςτον κορμό του. και αν να με λύσετε ζητώ θερμά και σας προστάζω, σεις με πλειότερα δεσμά στενοχωρήσετέ με».

Επειδή αυτό το γεράκι την απερασμένην το είχε χάσει ο βασιλεύς εις το κυνήγι, διά το οποίον του εκακοφάνη τόσον που εκινδύνευε να χαθή από την θλίψιν του, τόσην αγάπην είχε δι' αυτό, διά το οποίον είχε τάξει, ότι όποιος ήθελε το εύρει και το φέρει να του δίδη τρεις χάρες που ήθελε ζητήση. Ο Καλάφ τέλος πάντων γνωρίζοντας ότι ήτον του Βασιλέως το επήρε και το έφερεν εις την τέντα του Βασιλέως.

Ο Καλίφης υπήκουοεν εις τα όσα ο Αμπτούλ τον επαρακάλεσεν, έξω από τον σκληρόν βεζύρη, τον οποίον γνωρίζοντάς τον πολλά κακότροπον και υπεύθυνον, επρόσταξε να του αφήσουν την ζωήν, μα να τον βάλλουν εις έναν σκοτεινόν πύργον κλεισμένον διά όλην του την ζωήν.

Ο Αράπης τότε επλησίασε γεμάτος από εντροπήν και φόβον, γνωρίζοντας πως δεν τον εσύμφερε να ειπή ψέμματα, αποφάσισε, και ό,τι πάθη ας πάθη, διά να ειπή την κάθε αλήθειαν εις τα όσα συνέβηκαν εις το σπήτι του αυθέντος του επάνω εις την υπόθεσιν της Ρεσπίνας.