United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα το επεθύμουν βέβαια, είπεν ο Σιμμίας· αλλά πολύ περισσότερον φοβούμαι μήπως αύριον κατ' αυτήν την ώραν κανείς από τους ανθρώπους δεν θα είναι πλέον ικανός να κάμη τούτο το πράγμα αξίως. Δεν σου φαίνεται λοιπόν, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, ότι όλοι ηξεύρουν αυτά τα πράγματα; Διόλου, είπεν ο Σιμμίας. Ξαναενθυμούνται λοιπόν εκείνα τα πράγματα, τα οποία κάποτε έμαθαν: Ηρώτησεν ο Σωκράτης.

Πρωταγόρας Μάλιστα· ηξεύρω ότι βουτούν οι βουτηκταί. Σωκράτης Διά ποίαν από τας δύο αιτίας· διότι ηξεύρουν να βουτούν, ή διά κανένα άλλον λόγον; Πρωταγόρας Διότι ηξεύρουν να βουτούν. Σωκράτης Ποίοι δε έχουν το θάρρος να πολεμούν επάνω από άλογα: Ποίοι από τους δύο; Όσοι ηξεύρουν να διευθύνουν άλογα ή όσοι δεν ηξεύρουν; Πρωταγόρας Εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν.

Διότι οι περισσότεροι άνθρωποι, αφ' ού ακούσουν αυτό το οποίον λέγεις, δεν αμφιβάλλω ότι θα συμφωνήσουν ότι πολύ καλά ελέχθη αυτός ο λόγος διά τους καταγινομένους εις την φιλοσοφίαν, και οι μεν πατριώται μου οι Θηβαίοι παρά πολύ θα συνεφώνουν ότι πραγματικώς οι ενασχολούμενοι εις την φιλοσοφίαν επιθυμούν να αποθάνουν, και οι Θηβαίοι τουλάχιστον ηξεύρουν ότι τους αξίζει να πάθουν αυτό το πράγμα.

Και λέγουν βεβαίως την αλήθειαν, Σιμμία· εκτός τούτου μόνον, ότι οι Θηβαίοι ηξεύρουν τούτο, εν ώ δεν ηξεύρουν βεβαίως πως οι αληθινοί φιλόσοφοι επιθυμούσι τον θάνατον και πως τους αξίζει ο θάνατος. Αλλ' αφ' ού αφήσωμεν ησύχους τους Θηβαίους, ας ομιλήσωμεν, είπε, μεταξύ μας· νομίζομεν ότι ο θάνατος είναι κανέν πράγμα; Βεβαίως, είπεν ο Σιμμίας διακόψας.

Ω πατέρα μου, του είπα, ηύρα δύο γερόντους, που ενέμπαιξαν μετ' εμένα· τους παρεκάλεσα να μου ειπούν ποίος ήτον ο αυτουργός του χαμαϊλιού, που είνε στο βουνόν, και μου απεκρίθησαν ότι δεν το ηξεύρουν μα πως είχαν ένα αδελφόν μεγαλύτερον, που ημπορούσε να μου το φανερώση.

Όλα μάλιστα, επίσης δε και συ, αν γνωρίζης ένα μόνον πράγμα, τα γνωρίζεις όλα. — Ω θεέ μου, ανέκραξα, ποίον θαύμα και ποίος ανεκτίμητος θησαυρός μας απεκαλύφθη! μήπως αρά γε και όλοι οι άλλοι άνθρωποι τα γνωρίζουν όλα, ή δεν ηξεύρουν τίποτε: — Δεν ημπορεί, φυσικά, άλλα μεν να γνωρίζουν, άλλα δε να μη γνωρίζουν και να είναι συγχρόνως σοφοί και άσοφοι.

Κάμε εκείνο που σου φαίνεται του απεκρίθη ο βασιλεύς· μα τι έχομεν να αποκριθούμεν του αυτοκράτορος Καλίφη; Άφησε ακόμη και τούτο εις εμένα, απεκρίθη ο βεζύρης, και μη σε μέλει τίποτε. Τότες ο βεζύρης παίρνωντας μερικούς φίλους του, χωρίς να ηξεύρουν την βουλήν του, επήγον εις τον Αμπτούλ.

Οι πλειότεροι είχον ήδη αναβή, ότε ενόησαν αυτούς οι φύλακες των πύργων· διότι Πλαταιεύς τις, αναρριχηθείς εις τας επάλξεις, έρριψε κάτω μίαν κεραμίδα, ήτις πεσούσα έκαμε κρότον. Και αμέσως υψώθη βοή, οι δε πολιορκούντες ώρμησαν επί του τείχους χωρίς να ηξεύρουν πόθεν ήτο ο θόρυβος εκείνος εν μέσω της σκοτεινής και θυελλώδους νυκτός.

Έπειτα γνωμοδοτείς ότι εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν, έχουν περισσότερον θάρρος παρά τότε που δεν ηξεύρουν και από άλλους ανθρώπους που δεν ηξεύρουν· και κατά τούτο φρονείς ότι η ανδρεία και η σοφία είνε το ίδιον· αν δε με αυτόν τον τρόπον συλλογίζεσαι, θα παραδεχθής ότι η δύναμις είναι σοφία.

Και ποίαν επιστήμην ονομάζεις δικαιοσύνην, αυτήν ή καμμίαν άλλην; — Όχι αυτή η δικαστική επιστήμη είναι και η επιστήμη της δικαιοσύνης. — Λοιπόν με την επιστήμην βεβαίως εκείνην με την οποίαν τιμωρούν δικαίως, μ' εκείνην εν ταυτώ ηξεύρουν να διακρίνουν τους καλούς από τους κακούς; — Βεβαιότατα, μου απεκρίθη.