United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι βέβαια, μα τον Δία, οι άνθρωποι τουλάχιστον θα το βεβαιώσουν· και πολύ περισσότερον, καθώς εγώ φρονώ, οι θεοί, είπεν ο Κέβης. Αφού λοιπόν το αθάνατον είναι και άφθαρτον, η ψυχή, αν συμβαίνη να είναι αθάνατος, ημπορεί να είναι άλλο τίποτε παρά και άφθαρτος; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Δεν ημπορεί παρά έτσι να είναι, είπεν ο Κέβης.

Καλά φερθήτε μου εσείς, και θα πληρώσω λύτρα. — Έχω πληγήν εις τα μυαλά. Χειρούργους φέρετέ μου. ΑΞΙΩΜ. Θα έχης ό,τι αγαπάς. ΛΗΡ Πού είν' οι άνθρωποί μου; Κατάμονον με άφησαν; Ω! είναι τούτο πράγμα να κάμη κάθε άνθρωπον να κλαίη και να κλαίη, ως που τα 'μάτια του τα δυο να γίνουν ποτιστήρια, την σκόνην του καλοκαιριού να την κατακαθίζουν! ΑΞΙΩΜ. Καλέ αυθέντα μου... ΛΗΡ Αλλά γενναία θ' αποθάνω!

Είπεν εις τον Ευρίκιον ότι είνε πτωχός πράγματι· εν τούτοις θα πληρώση την υπηρεσίαν ταύτην, υπό τον όρον ότι οι άνθρωποι θα έχουν εμπιστοσύνην εις αυτόν και θα εκτελέσουν πιστώς ό,τι τους διατάξη.

Τότε ο προεστώς θέλει σου ειπεί· ω φοίνιξ του αιώνος, εσύ υπέφερες πολλούς κινδύνους, και κόπους πριν φθάσης εδώ· ο μέγας Καισάγιας, διά τον οποίον έκαμες ένα τόσον σκληρόν ταξείδι, κατοικεί εδώ· αυτός ευρίσκεται κρυμμένος εις το αγιαστήριόν του. Οι άνθρωποι δεν εμπορούν να τον ιδούν αν δεν ήθελαν περάσει από τούτο το νερόν το βραστόν, και να περιπατήσουν ξυπόλυτοι επάνω εις το έδαφος το πύρινον.

Εις το κοίλωμα εκείνο, εντός του οποίου ηδύναντο να καθίσωσιν ανέτως δύο άνθρωποι, έτρεξε να κρυβή η τότε νεόνυμφος Δελχαρώ, η μήτηρ της σημερινής Φραγκογιαννούς. Το μέσον ήτο άπελπι, και σχεδόν παιδαριώδες. Εκεί δεν εκρύπτετο άλλως, ειμή κατά φαντασίαν, με παιδικόν τρόπον, όπως παίζουσι τον κρυφτόν. Οι διώκται βεβαίως θα την έβλεπον, θ' ανεκάλυπτον το καταφύγιόν της.

Εκείνοι οι καλοί άνθρωποι έλαβαν σπλάχνος εις εμέ, και μου έδωσαν και έφαγα από εκείνο που έτρωγαν, και υστερότερα με επήραν μαζί τους, και ύστερον από μερικές ημέρες με έφεραν εις την Όρμαν, πόλιν μεγάλην, και φθάνοντας εκεί, επήγα και κατέβηκα εις ένα χάνι, εις το οποίον ο πρώτος που εσυναπάντησα εστάθη ένας από τους συντρόφους μου.

Και περί μεν της διηγήσεως του Ετεάρχου αρκούσιν όσα είπα· θα προσθέσω δε μόνον ότι έλεγε, κατά την διήγησιν των Κυρηναίων, ότι οι Νασαμώνες επέστρεψαν και ότι όλοι οι άνθρωποι οι κατοικούντες εκεί ήσαν γόητες.

Εν γένει, άνευ ουδεμίας αιτίας, αλλ' εξ απροόπτου και εν πλήρει υγεία, ησθάνοντο οι άνθρωποι πρώτον μεν μεγάλην θερμότητα εις την κεφαλήν, ερυθήματα και φλογώσεις εις τους οφθαλμούς, εντός δε, η φάρυγξ και η γλώσσα, εγίνοντο ευθύς αιματόχροοι, η αναπνοή ήτον άτακτος και η εκπνοή από του στόματος είχε κακήν οσμήν· έπειτα επήρχετο πτάρσιμον και στενοχωρία των βρόγχων και μετ' ολίγον ο πόνος κατέβαινεν εις τα στήθη μετά βηχός ισχυρού· ότε δε έφθανεν εις τον στόμαχον, ανέστρεφεν αυτόν και επήρχοντο όλαι αι εξεμέσεις της χολής, αι υπό των ιατρών κατονομασθείσαι· αύται δε επήρχοντο μετά πόνων οξέων.

Η είσοδός του εις την πόλιν υπερέβαλε παν ό,τι είχον ιδή οι άνθρωποι έως τότε. Έκαμε χρήσιν του άσματος, το οποίον είχε χρησιμεύσει εις τον θρίαμβον του Αυγούστου. Κατηδάφισαν έν τόξον του αμφιθεάτρου διά ν' ανοίξωσι δίοδον εις την πομπήν. Η Σύγκλητος, οι ιππείς και πλήθος αναρίθμητον ήλθον εις προϋπάντησίν του. «Χαίρε Αύγουστε! Χαίρε Ηράκλεις! Χαίρε Ζευ, Ολύμπιε, αθάνατεέκραζον.

Η Μπαμπέττα ωμιλούσε και διηγείτο· και της ήρμοζε πολύ καλά, — ενόμιζε ο Ρούντυ· να κάνη παρατηρήσεις διά το γελοίον και υπερβολικόν, που είχαν αι ξέναι κυρίαι εις τα ενδύματά των και εις το βάδισμά των· αυτό δεν το έκαμε διά να τας χλευάση, επειδή ημπορεί να ήσαν ενάρετοι άνθρωποι και μάλιστα αγαπητοί και αγαθοί· αυτό το ήξευρε καλά η Μπαμπέττα, γιατί και αυτή η ίδια είχε μίαν ανάδοχον, που ήτο επιφανής Κυρία Αγγλίς, τοιαύτη.