United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή βλέποντας που εφανήκαμεν ενάντιοι εις την επιθυμίαν της άρχισε να κλαίη και να αναστενάζη, ονειδίζοντας την σκληροκαρδίαν μας και πως είμεθα η αιτία που θέλη να χαθή, και να αποθάνη από το πάθος της, αν δεν ηθέλαμεν την υπακούσει, και να κλίνωμεν εις την θέλησίν της.

Ο Aγιάννης εσήκωσε τα μάτια, εκύταξε καλά τον ναύτη· έπειτα με μιας τα εχαμήλωσε, εγύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίη. — Καλά σ' έχω κ' εσένα· εσκέφθηκε ο δικός μας. Και τραβώντας τον δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον ερεθίζει κ' εκείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι εκέντρισε δόλια πεντέξη αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, πιάνονται στα χέρια.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη. Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι. Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι.

Αυτός που επιθυμεί να 'δή καλό απ' το βιος του, μέρος σκορπά για λόγου του και μέρος για τη φτώχεια, κάνει καλό σε συγγενείς, κάνει καλό και σ' άλλους και κάνει και συχνές-πυκνές για τους θεούς θυσίες κ' είνε το σπίτι του ανοιχτό και καλοδέχετ' όλους και στο τραπέζι τους καλεί με προθυμιά μεγάλη και φεύγουν όταν θέλουνε και τους ξεπροβοδώνει· κι απ' όλους περισσότερο τιμάει τους ποιητάς μας αν θέλη και παινέματα ν' ακούση όταν πεθάνη και να μην κλαίη αδόξαστος μέσα στον κρύο τον Άδη, σαν το φτωχό το δουλευτή και τον ερημοσπίτη πούχουν οι απαλάμες του κάλους απ' το σκερπάνι.

Τα μάτια του κυρ-Στρατή, τα ως κάστανα μεγάλα, εμίκρυναν από του οίνου, αλλά διά την υπακουήν, ίνα μας ευχαριστήση, ήρχισεν. Πλην αντί να είπη πλ. β' ήχον «Ότε καιρός» το περίφημον δόξα των Αίνων της εορτής, άρχεται αίφνης πλ. δ' ήχον «θρηνώ και οδύρομαι» το νεκρώσιμον γνωστόν τροπάριον. Και συγχρόνως αρχίζει να κλαίη όλος από κεφαλής μέχρι ποδών. Ευρίσκετο εις το στοιχείον του.

Και αυτή, ικέτις προ εμού, θα μοι είπη:— Πατέρα μου, θέλεις λοιπόν να με θανατώσης συ; Αυτός είναι ο γάμος, τον οποίον μοι ητοίμαζες; Ω! είθε και συ και πας φίλτατός σου τοιούτους γάμους να τελέσητε. —Και ο Ορέστης μου παρών θα κλαίη χωρίς να εννοή, νήπιον ακόμη το πτωχόν. Ω, εις ποίαν φρικώδη συμφοράν μ’έρριψε του Πάριδος ο γάμος ! ΧΟΡΟΣ Τον ακούω και οίκτον δι' αυτόν αισθάνομαι.

Και ο μπαμπάς, αφού υπελόγισε με το κονδύλι το εισόδημα το ιδικόν του και το εισόδημα του γείτονος του μπακάλη, τον ειδοποίησεν αμέσως, ότι είνε έτοιμος να του ανοίξη την αγκάλην του και να τον κάμη γαμβρόν του·περί της αγκάλης της θυγατρός του δεν έκαμε κανένα λόγον! Επειδή δε η κόρη ήρχισε να κλαίη, έρριψε το κονδύλιον μετ' οργής ο πατήρ και εξήλθε.

Η αλήθεια είνε ότι ο Ναπολιτάνος δύναται να φανή ανδρείος μόνον όταν είνε θυμωμένος ή μεθυσμένος, όχι όμως και ν' αντικρύση τον θάνατον με ψυχραιμίαν. Την ανησυχίαν ταύτην ηύξανεν η συμπεριφορά του καταδικασθέντος, όστις δεν έπαυε να κλαίη και να οδύρεται εις την φυλακήν του. Bέβαιον λοιπόν εφαίνετο ότι θα κατήσχυνε τον στρατόν της κατοχής αποθνήσκων ανάνδρως.

Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε να κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη. Ο σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν με όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε να την κτυπήση.