Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Τόσον πολύ μάλιστα εσυγκινήθη, συντελούσης και της κρασοκατανύξεως, ώστε ήρχισε να κλαίη, ενθυμηθείς ένα μικρότερόν του αδελφόν, όστις είχεν αιχμαλωτισθή κατά την επανάστασιν και έκτοτε δεν τον επανείδεν. Αλλ' ο Σαϊτονικολής του εφώναζεν ότι ήτο ώρα για χαρές, όχι για θρηνολογήματα. Στραφείς δε προς την Πηγήν, της είπε φαιδρώς: — Έτσα δεν είνε, Πηγιό;

Και μία μισόξηρη ακακία που στάζουν τα φύλλα της μαύρη δροσιά, σαν να κλαίη τον Βασιλέα μας με μαύρα δάκρυα.

Δε μίλησε η Λιόλια, μόν’ άρχισε πάλι να κλαίη σιγαλά. . . Την ώρα εκείνη φανερώνεται άξαφνα η γριά Κλητήραινα από πλάι να ρίξη μια ματιά μήπως και μπήκε κανείς απέξω να κλέψη. Της έγνεψε η παπλωματού της θειας Ελέγκως, με το μάτι, τάχα πως να μην πη τίποτα για όσα της είχε ειπωμένα.

Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κείπε με φωνή περίλυπη: — Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ. — Ποιοι; Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε: — Εσύ θα μαγαπάς; — Ναι. — Παντοτεινά; — Παντοτεινά. — Θέλουνε και δε θέλουνε; — Θέλουνε και δε θέλουνε. Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό.

Πηγαίνομε σ' άλλον κόσμο, έλεγεν ο Αγαθούλης: σ' αυτόν, χωρίς αμφιβολία, όλα θάναι άριστα, γιατί πρέπει να ομολογήσομε, πως μπορεί κανείς να κλαίη λιγάκι με ό,τι γίνεται στο δικό μας από άποψη φυσική και ηθική. — Σας αγαπώ μ' όλη μου την καρδιά, έλεγε η Κυνεγόνδη· μα έχω ακόμα την ψυχή μου κατατρομαγμένη από ό,τι είδα κι' από ό,τι έπαθα.

Ο Κακαμπός πούχε δη πολλά τέτια, δεν τάχασε καθόλου. Πήρε το ράσο του Ιησουίτη, μα όπως του τόβγαζε, άρχισε να κλαίη. Αλλοίμονο! ό,τι φορούσε ο βαρώνος, το φόρεσε του Αγαθούλη, τούδοσε τον τετράγωνο σκούφο του σκοτωμένου και τον ανέβασε στο άλογο. Όλ' αυτά γίνανε σ' ένα λεφτό.

Τα επέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης. Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίη, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζε. Καλύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα, και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν.

Νομίζω δε ότι ούτε την νύκτα εκοιμήθηκες μαζί του, αλλά τον αφήκες να κλαίη κι' εξαπλώθηκες σε μια θρονίδα κοντά στο κρεββάτι κι' ετραγουδούσες για να τον σκάζης. ΦΙΛΙΝΝΑ. Δεν σου είπε όμως τα δικά του, μητέρα, διότι δεν θάπερνες το μέρος του αν ήξερες τι προσβολές μου έκανε.

Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Την πέμπτην; Μάλλον γρήγορα μου φαίνεται; ΠΑΡΗΣ Το θέλει ο πενθερός· κ' η βία του μου έρχεται κ' εμένα. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Και ούτε την διάθεσιν της νέας δεν την 'ξεύρεις. Το πράγμα δεν μου φαίνεται σωστόν, και δεν μ' αρέσει. ΠΑΡΗΣ Δεν παύει ακατάπαυστα να κλαίη τον Τυβάλτην, και δεν της είπα δι αυτό πολλά περί αγάπης.

Εσένα άλλη θα χαρή γυναίκα, που θα τύχη, αν όχι πιο καλλίτερη, μα πιο ευτυχισμένη». Είπε και εγονάτισε μπροστά εις το κρεββάτι και το φιλεί και με θερμά δάκρυα το μουσκεύει. Και όταν εκουράστηκε να κλαίη, βγαίνει έξω σιωπηλή και προχωρεί με το κεφάλι κάτω και φεύγει και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλι ξαναγυρίζει κλαίοντας στο νυφικό κρεββάτι.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν