United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γνωρίζετε διατί οι άνθρωποι φοβούνται την Εστίαν περισσότερον από τας άλλας θεότητας; Εκυριεύθην από φόβον, εγώ ο ύπατος άρχιερεύς, ενθυμούμαι δε μόνον ότι ελιποψύχησα και θα έπιπτον κατά γης, εάν δε με υπεβάσταζε κάποιος. Ποίος ήτο; — Εγώ, απήντησεν ο Βινίκιος. — Α, συ; Διατί δεν ήλθες εις Βενεβέντον; Μοι είπον ότι ήσο ασθενής, και πράγματι είσαι καταβεβλημένος!

Με ώθησεν ο πατήρ μου, μ' έσυρεν ο ναύκληρος, και πριν προφθάσω να λαλήσω ή ν' αντισταθώ, ευρέθην εντός της λέμβου κ' εγώ. Αι κώπαι εκινήθησαν αμέσως. Εστράφην προς την ξηράν να ίδω την μητέρα μου, και ενώ εστρεφόμην είδα καπνόν επί του λόφου και νέος τουφεκισμός ηκούσθη. Επί των βράχων το πλήθος συνεσφίγγετο και οι όπισθεν ώθουν τους πρώτους, έπιπτον δέ τινες ήδη εις την θάλασσαν.

Εις την εποχήν που αναφέρεται η ιστορία μου, οι επιστημονικοί γελωτοποιοί δεν ήσαν ακόμη τότε του συρμού. Πολλαί μεγάλαι «δυνάμεις» της Ευρώπης είχον ακόμη τους τρελλούς των, οι οποίοι έφερον ακόμη ενδύματα κεντημένα με κουδουνιστά βραχιόλια, και οι οποίοι έπρεπε να ήσαν πάντοτε έτοιμοι να παρέχουν αμέσως επίκαιρα σκώμματα ως αντάλλαγμα των δώρων, τα οποία έπιπτον από το βασιλικό τραπέζι.

Αλλ' ο Νέρων εξηκολούθει να ομιλή προς τον Βινίκιον: — Σε ευχαριστώ που με υπεβάστασες· άνευ σου θα έπιπτον και θα εκτύπων άσχημα. Άλλοτε ήσο καλός εταίρος, αλλ' από του πολέμου, αφ' ότου υπηρέτησες υπό τον Κορβύλωνα, έγινες άγριος και σπανίως σε βλέπω πλέον.

Ο Βινίκιος ώρμησεν εις την οδόν και ήρχισε να τρέχη με όλας του τας δυνάμεις προς την Λιμενίαν οδόν, προς το μέρος, εκ του οποίου είχεν έλθει. Αι φλόγες εφαίνοντο να τον καταδιώκουν, άλλοτε περικυκλούσαι αυτόν με νέφη καπνού, άλλοτε καλύπτουσαι αυτόν με σπινθήρας, αίτινες έπιπτον επί της κεφαλής, του λαιμού και των ενδυμάτων του.

Τα μαλλιά του έπιπτον ατάκτως εδώ κ' εκεί άλλα ανωρθωμένα, άλλα επικλινή, αλλα καταπεπτωκότα ωσεί θέλοντα να παραστήσωσι τον εν τω κρανίω του σάλον· οι μυς του προσώπου του συνεσπώντο εκάστοτε ωσεί η ψυχή ερρίγει εντός του σώματος.

Τας ημέρας του Πάσχα, και δύο εβδομάδας ακόμη οψιμότερα, ήτο φόβος και τρόμος να τολμήση τις να περάση από την γειτονιάν, εις την οποίαν εβασίλευεν διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπιπτον αδιάλειπτοι. Μίαν Κυριακήν, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει παραπολλάς αταξίας εις τον δρόμον.

Όσοι έπιπτον, ύψωναν τους δακτύλους διά να ζητήσουν τον οίκτον, αλλ' εις την αρχήν του θεάματος ο λαός απήτει συνήθως τον θάνατον των τραυματιών, κυρίως όταν επρόκετο περί των τυφλομάχων, οίτινες, έχοντες το πρόσωπον εντελώς σκεπασμένον, παρέμενον διά τους θεατάς άγνωστοι.

Τούτο, και ιδίως ότι αι λέμβοι απέφευγον την αποβάθραν, έθεσεν εις πειρασμόν τον τελωνοφύλακα της νήσου, όστις ήρχισε ν' αναβοκαταιβαίνη εις τον επάνω της ακτής βράχον, χρησιμεύοντα και ως πλατείαν της μικράς πολίχνης. Οι σάκκοι έπιπτον τόσον αψοφητεί, ώστε, συνεπέρανεν ο τελωνοφύλαξ, το φορτίον θα ήτο αβαρές τι πράγμα. — Να είνε άχυρα! διελογίζετα. Πλην δεν εθέρισαν ακόμη.

Και πολλοί εκ των παρημελημένων ανθρώπων, βασανιζόμενοι από άπαυστον δίψαν, έπιπτον εις τα φρέατα· η δίψα δε εκείνη, είτε έπινον ολίγον είτε έπινον πολύ, έμενεν η αυτή. Η αέναος ταραχή και η αγρυπνία εβάρυνεν αυτούς.